Εργασία και Αστυφιλία .....
Απόσπασμα από τη “βίβλο” του Εθνικοσοσιαλισμού, “Ο Αγών μου”, του Αδόλφου Χίτλερ (εκδόσεις “Δίδιμοι”, 18η έκδοση). Από το κεφάλαιο “Χρόνια μελέτης και δυστυχίας στη Βιέννη”, σελίδες 39-44.
“Ποτέ δεν μου ήταν πολύ δύσκολο να βρω δουλειά, αφού ποτέ δεν είχα πάρει καμιά ειδικότητα. Έτσι δούλευα σα χειρώνακτας ή βοηθητικός εργάτης και κέρδιζα μ’αυτόν τον τρόπο το ψωμί μου.
Βρισκόμουνα έτσι στην ίδια κατάσταση μ’αυτούς που κουβαλούσαν στα πόδια τους όλη τη σκόνη της Ευρώπης, με το απραγματοποίητο και σκληρό όνειρο να ξαναζωντανέψουν μια μέρα την ύπαρξή τους μέσα σ’έναν κόσμο καινούριο και μια νέα πατρίδα.
Έχοντας απορρίψει όλες τις ξεπερασμένες θεωρίες καθήκοντος και καταγωγής, περίγυρου και παράδοσης, άρπαζαν κάθε κέρδος που τους προσφερόταν κι έκαναν το κάθε τι με τη δικαιολογία ότι η τίμια εργασία δεν είναι ποτέ κατακριτέα. Αποφάσισα λοιπόν κι εγώ να βρεθώ πηδώντας με τα τέσσερα σ’αυτόν τον καινούριο για μένα κόσμο και ν’ανοίξω τον δρόμο μου. Σε λίγο κατάλαβα πως ήταν λιγότερο δύσκολο να βρω μια δουλειά παρά να την κρατήσω.
Η αβεβαιότητα για το καθημερινό ψωμί μου φάνηκε σαν μια απ’τις μελανότερες απόψεις αυτής της νέας ζωής.
Ξέρω πολύ καλά ότι δεν πετούν στον δρόμο έναν ειδικευμένο εργάτη τόσο δύσκολα όσο έναν μεροκαματιάρη: Κι όμως, ούτε αυτός μπορεί να βασιστεί στο αύριο.
Αν δεν κινδυνεύει να πεινάσει από έλλειψη εργασίας έχει την κάθε στιγμή να φοβηθεί το “λοκ άουτ” ή την απεργία.
Η αστάθεια του μεροκάματου είναι η πιο σοβαρή πληγή της αστικής οικονομίας.
Ο νεαρός αγρότης έρχεται στην πόλη αναζητώντας δουλειά που τη νομίζει πιο εύκολη -που ίσως είναι πραγματικά- και που δεν θα τον κουράζει πολύ. Τον τραβάνε ακόμη τα ζαλιστικά φώτα και η λάμψη της πολιτείας. Συνηθισμένος σε μιαν ορισμένη σιγουριά κέρδους, θα ήθελε πριν αφήσει τη δουλειά του να βρει μιαν άλλη, ή τουλάχιστον να έχει υπ’ όψη του μιαν άλλη. Διότι η έλλειψη καλλιεργητών είναι τόσο μεγάλη, ώστε η ανεργία σ’αυτόν τον τομέα είναι απίθανη. Και είναι πλάνη να σκεφτούμε α πριόρι ότι αυτοί που εγκαταλείπουν τα χωράφια τους για να έρθουν στην πόλη είναι χειρότεροι από αυτούς που εξακολουθούν και μένουν να δουλεύουν εκεί. Το αντίθετο: η πείρα έχει αποδείξει ότι τα υγιή στοιχεία και οι ζωντανές φύσεις μεταναστεύουν. Όταν λέμε μετανάστευση δεν εννοούμε μόνον τη φυγή προς την Αμερική, αλλά και το ότι ένας νεαρός αφήνει το χωριό του για να πάει σε μια μεγάλη άγνωστη πόλη. Το ίδιο κι αυτός είναι έτοιμος να τρέξει πίσω από ένα αβέβαιο μέλλον. Συνήθως έρχεται στην πόλη με πολύ λίγα χρήματα και παρ’όλα αυτά δεν απογοητεύεται τις πρώτες μέρες, αν η κακή του τύχη δεν τον βοηθήσει να βρει αμέσως δουλειά. Αλλά όταν η δουλειά που θα βρεθεί χαθεί σε λίγο καιρό, τότε το πράγμα γίνεται πιο σοβαρό· το να βρεις μιαν άλλη, προ πάντων μέσα στο χειμώνα, είναι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο. Έτσι περνούν μερικές εβδομάδες. Παίρνει το επίδομα ανεργίας που του παρέχει το συνδικάτο του και που γρήγορα ξοδεύεται. Στο τέλος όταν το τελευταίο μάρκο, το τελευταίο πφένιχ έχει τελειώσει κι όταν το Ταμείο Ανεργίας, μετά το καθορισμένο χρονικό διάστημα σταματήσει να πληρώνει, έρχεται η εξαθλίωση. Σέρνεται εδώ κι εκεί πεινασμένος. Πουλά ή βάζει ενέχυρο ό,τι έχει και δεν έχει. Με τα ρούχα που φορεί μόνο και με τους φίλους που του απέμειναν φτάνει στην τέλεια εγκατάλειψη, ψυχική και σωματική. Μη έχοντας ούτε πού να μείνει, κι αυτό μέσα στην καρδιά του χειμώνα όπως σχεδόν συμβαίνει, η καταστροφή του ολοκληρώνεται. Βρίσκει τέλος κάποια δουλειά, αλλά η ιστορία επαναλαμβάνεται. Τη δεύτερη φορά θα συμβούν τα ίδια, την τρίτη φορά θα είναι χειρότερα, μέχρι που να μάθει να υπομένει λίγο-λίγο με αδιαφορία αυτό το αβέβαιο πεπρωμένο του. Η επανάληψη γεννά τη συνήθεια.
Έτσι, αυτός που άλλοτε ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος όρεξη για δουλειά, υποχωρεί κι εγκαταλείπεται στο κάθε τι, ώσπου να καταντήσει ένα απλό όργανο στα χέρια αυτών που επιδιώκουν ταπεινά κέρδη. Η ανεργία του τον τρομάζει τόσο, όσο και το να αγωνιστεί για τις οικονομικές του διεκδικήσεις ή για να εξουδετερώσει τις εθνικές αξίες της κοινωνίας και του πολιτισμού. Κάνει απεργία όχι από συνείδηση, αλλά από αδιαφορία.
Θα μπορούσα να αποδείξω το επιχείρημά μου αυτό με χιλιάδες παραδείγματα. Κι ύστερα να μιλήσω για το πόσο βαθιά ήταν η αποδοκιμασία μου για αυτές τις πολιτείες των πολλών εκατομμυρίων κατοίκων που τραβούν τόσο λαίμαργα τους ανθρώπους για να τους τσακίσουν κατόπιν τόσο τρομακτικά.
Λέω τούτο μόνο: Όταν έρχονται στις μεγάλες πόλεις ανήκουν στο λαό τους. Μόλις μείνουν λίγο χάνονται για πάντα. Σύρθηκα κι εγώ ο ίδιος στα πεζοδρόμια της μεγάλης πόλης· δέχθηκα όλα τα χτυπήματα της μοίρας και μπόρεσα να τα κρίνω και να βγάλω τα συμπεράσματά μου. Και κάτι άλλο: η αλλεπάλληλες εναλλαγές δουλειάς και ανεργίας, συγχρόνως με την ανωμαλία που δημιουργούν στα έσοδα και έξοδα για τη συντήρηση, εξαλείφονται σιγά-σιγά από το σύνολο των εργαζομένων από κάθε συναίσθημα οικονομίας και κάθε έννοια οργάνωσης της καθημερινής ζωής. Κατά συνέπεια, ο οργανισμός συνηθίζει λίγο-λίγο στην καλοπέραση στις καλές περιόδους και στην πείνα στις κακές. Ναι, η πείνα αφαιρεί κάθε σκοπό δημιουργίας σε έναν υγιή οργανισμό και τον σπρώχνει να κυνηγά το εύκολο κέρδος. Κάνει να χορεύει μπροστά στα μάτια του σαν επίμονο αντικατόπτρισμα, η εικόνα της εύκολης “γλυκειάς ζωής”· δίνει σ’αυτό το όραμα τέτοια προκλητικότητα που το μεταλλάζει σε έναν πόθο αρρωστημένο που, με κάθε θυσία πρέπει να πραγματοποιηθεί, μια και η πληρωμή θα κρατήσει τόσο λίγο. Ο άνθρωπος που μόλις βρήκε τη δουλειά για την οποία τόσο έψαχνε, χάνει κάθε αίσθηση μέσα του κι εγκαταλείπεται σε μια ζωή άδεια, μέρα με τη μέρα. Αντί να κανονίσει μια μετρημένη ζωή για όλη την εβδομάδα, χάνεται εδώ κι εκεί και σπαταλιέται. Τα χρήματα που κερδίζει του φτάνουν στην αρχή για πέντε ή εφτά ημέρες, ύστερα για τρεις μόνον, αργότερα για μια μέρα και τέλος ξοδεύονται όλα σε μια νύχτα τρέλας.
Και στο σπίτι υπάρχουν συνήθως γυναίκα και παιδιά. Συμβαίνει να δουλεύουν κατά τον ίδιο τρόπο και να κερδίζουν κι αυτοί το ψωμί τους, όταν ο σύζυγος είναι καλός μαζί τους, δηλαδή όταν τις αγαπά με τον τρόπο τους. Το βδομαδιάτικο και των δύο ξοδεύεται για το σπίτι, επαρκεί για δυο ή τρεις ημέρες: πίνουν και τρώνε, όσο υπάρχουν χρήματα· μετά πεινούνε το ίδιο όλοι.
Τότε η γυναίκα καταφεύγει στη γειτονιά. Αγοράζει με πίστωση, ανοίγει μικρολογαριασμούς στους καταστηματάρχες και προσπαθεί έτσι να βολέψει τις τελευταίες δύσκολες μέρες της βδομάδας. Το μεσημέρι όλοι κάθονται μπροστά σε ένα φτωχό τραπέζι -πανευτυχείς αν υπάρχει κάτι- και περιμένουν τη μέρα της πληρωμής. Την συζητούν. Κάνουν σχέδια και με την κοιλιά άδεια, ονειρεύονται την ευτυχία που θα ξανάρθει. Τα παιδιά, από την πιο τρυφερή τους νεότητα, αναπτύσσονται μέσα σ’αυτή την αθλιότητα.
Όμως όλ’αυτά τελειώνουν όταν ο άντρας τραβά το δρόμο του μόλις πάρει το βδομαδιάτικο κι όταν η γυναίκα του γκρινιάζει για χάρη των παιδιών της. Οι καυγάδες αρχίζουν και ανάλογα με το πόσο ο άντρας αγαπά τη γυναίκα του, καταλήγει στον αλκοολισμό. Κάθε Σάββατο μεθάει· δίνοντας μάχη για τον εαυτό της και για τα παιδιά η γυναίκα αποσπάει μερικές δεκάρες, τρέχοντας πίσω του, όλο το δρόμο απ’το εργοστάσιο ως την ταβέρνα.
Όταν το βράδυ γυρίζει στο σπίτι, πολλές φορές την Κυριακή ή τη Δευτέρα, μεθυσμένος και αγριωπός, με άδειες τσέπες, τον υποδέχονται σκηνές τρομερές...
Παρευρέθηκα εκατό φορά σε παρόμοιες ιστορίες. Εχθρικός κι επαναστατικός στην αρχή, στο τέλος μπόρεσα να συλλάβω την τραγική πλευρά και τη βαθύτερη αιτία των τρομερών αυτών επεισοδίων. Λυπήθηκα πολύ και συμπόνεσα αφάνταστα τα δυστυχισμένα θύματα της κακοδαιμονίας του τόπου μας.
Αλλά και το στεγαστικό πρόβλημα ήταν ακόμα χειρότερο και η αθλιότητα των εργατικών κατοικιών της Βιέννης τρομερή. Ανατριχιάζω ακόμα και σήμερα όταν σκέπτομαι αυτά τα θλιβερά άντρα, αυτά τα υπόγεια, αυτές τις πολυάνθρωπες κατοικίες, γεμάτες ακαθαρσίες κι ανυπόφορη δυσωδία.
Τι θα συνέβαινε, τι θα γινόταν αν αυτή η κόλαση της αθλιότητας, ο εσμός ετούτος των αλυσοδεμένων σκλάβων ξεχυνόταν πάνω στην υπόλοιπη ανθρωπότητα; άφηναν ασυνείδητα τα γεγονότα να πορεύονται χωρίς διόλου να υποψιάζονται ότι, αργά ή γρήγορα, το μοιραίο, αυτό που κανείς δεν μπορεί ν’ αποτρέψει, θα οδηγούσε σε αντεκδικήσεις.
Πόσο ευγνωμονώ σήμερα τη Θεία Πρόνοια που με τοποθέτησε σ’ αυτό το σχολείο! Δεν μπορούσα, μου ήταν αδύνατο να αδιαφορήσω για όλ’ αυτά τα φοβερά που συνέβαιναν γύρω μου κι έτσι διδάχτηκα. Για να μην απελπιστώ τελείως από τους ανθρώπους του περίγυρού μου, έπρεπε να κάνω κάθε στιγμή επί μέρους ανάλυση του τρόπου της ζωής τους και να συγκρατώ μόνο τους βαθύτερους λόγους που τους οδήγησαν σ’αυτή την κατάπτωση. Έτσι μπορούσα να υπομένω αυτό το θέαμα χωρίς ν’απογοητεύομαι. Δεν υπήρχαν πια για μένα άνθρωποι που ζούσαν κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δυστυχία κι απελπισίας, βρωμιάς και διαφθοράς, αλλά θλιβερά αποτελέσματα γελοίων νόμων. Παρ’ όλ’ αυτά, κακοπερνώντας κι εγώ ο ίδιος, φυλαγόμουν μην τύχει και συνθηκολογώντας με τον οικτρό συναισθηματισμό καταλήξω μοιραία να γκρεμιστώ από το βάθρο που είχα τοποθετηθεί. Όχι, δεν έπρεπε να δω το πρόβλημα απ’ αυτή την πλευρά. Δυο λύσεις έβρισκα πως ήταν δυνατό να καλυτερεύσουν την κατάσταση:
Εγκαθίδρυση της εξέλιξής μας πάνω σε καλύτερες βάσεις διαποτισμένες με το βαθύ συναίσθημα της κοινωνικής ευθύνης.
Τέλεια εξαφάνιση, με μια σκληρή απόφαση, όσων εκ των απογόνων μας δεν θα εξελιχθούν ποτέ.
Η φάση δεν στηρίζεται τόσο, για τη διαιώνιση του είδους, στη διατήρηση της ύπαρξης, όσο στην πίστη της καταγωγής. Το ίδιο συμβαίνει και στη ζωή. Δεν υπήρχε λοιπόν κανένας λόγος να καλυτερεύσουμε τεχνητώς τις κακές πλευρές του παρόντος -καλυτέρευση άλλωστε πρακτικώς αδύνατη- όσο, να φροντίσουμε για μια πιο υγιεινή πορεία στη μελλοντική εξέλιξη του ατόμου, παίρνοντάς το από τις αρχές του.
Στα χρόνια αυτά της μάχης που έδωσα στη Βιέννη, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι:
το άπαντο της κοινωνικής ενεργητικότητας δεν θα πρέπει ποτέ να είναι η διατήρηση μιας άγονης ευημερίας, αλλά η αποφυγή από την μετριότητα της αγροτικής και παραγωγικής ζωής μας που αναγκαστικά θα οδηγήσει το άτομο στον εκφυλισμό, όπου απ’ αρχής τείνει να το παρασύρει.
Η δυσκολία στο να επανορθώσεις με όλα τα μέσα ακόμα και με τα πιο σκληρά, μια εγκληματική κατάσταση, ολέθρια για ένα έθνος, δεν προέρχεται παρά μόνον αν διστάσεις ως προς τις αιτίες.
Και διστάζουν εκείνοι μόνο που ποτέ δεν ένοιωσαν το συναίσθημα της σωτηρίας, που δεν ένοιωσαν βαθιά εντός τους ότι μπορεί να είναι κι οι ίδιοι υπεύθυνοι για τη διαφθορά της τάξης τους. Αυτός ο δισταγμός παραλύει κάθε σταθερή απόφαση για δράση· δεν ξέρουν, τίποτ’ άλλο παρά να επιφέρουν χλιαρές μεταρρυθμίσεις και μόνο όσες είναι απαραίτητες για την προσωρινή διατήρηση μιας ομαλότητας.
Αλλά τα πράγματα κι η εποχή δεν θάχουν πάντα αυτό το φαντασμαγορικό χρώμα, θα 'ρθει μια μέρα που η συνείδηση ης ευθύνης με την ανάγκη της εσωτερικής γαλήνης, θα διασκορπίσει αλύπητα και θα ξεριζώσει την παράσιτη βλάστηση και την ήτα από το σιτάρι.
Όπως το αυστριακό έθνος που αγνοούσε κάθε είδους δικαιοσύνη και κάθε κοινωνική νομοθεσία, ήταν αδύνατο ν’αγωνιστεί ενάντια σ’αυτές τις ολέθριες αντιλήψεις."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου