Ο μεταπολιτευτικός πατριωτικός / εθνικιστικός / εθνικοσοσιαλιστικός χώρος στην πατρίδα μας μετράει κοντά 40 χρόνια πολιτικής ύπαρξης ιδωμένος ως μια πολιτική δεξαμενή σκέψης και δραστηριότητας εντός της νεοελληνικής πραγματικότητας. Ο βαθμός στον οποίο ωρίμασαν οι όποιες ιδέες αυτού ή αυτές μεταλαμπαδεύτηκαν στην κοινωνία αλλά και στα δρώντα υποκείμενα αυτού, πόσο μάλλον πραγματώθηκαν ως σήμερα οι στόχοι αυτού είναι κάποια δυνητικά δεδομένα που θα κριθούν από τις μελλοντικές γενιές. Ο χώρος αυτός γεννήθηκε μέσα σε ένα τρικυμιώδες από κάθε άποψη πολιτικό σκηνικό και σε συνθήκες της κουρασμένης νεοελληνικής κοινωνίας που προσπαθούσε να ανασυγκροτηθεί μεταβαίνοντας από την απριλιανή Άνοιξη των Συνταγματαρχών στην δημοκρατική ομαλότητα των πολιτικών. Τα συνεπακόλουθα αυτής της μετάβασης είναι γνωστά σε όλους σας και δεν επιδέχονται περαιτέρω κριτικής ή σχολιασμού. Το παρελθόν δεν αλλάζει, παρά μόνο παραγράφεται ή διαστρεβλώνεται. Δεν είναι παρά άλλη μια σελίδα στο βιβλίο της ζωής. Είναι φορές που το αγεφύρωτο χάσμα και η αβεβαιότητα μοιάζουν προτιμότερα από μια ντροπιαστική συνθηκολόγηση. Οι ειλικρινείς και ολόψυχες έχθρες είναι προτιμότερες από τις λυκοφιλίες που είναι κολλημένες με ψαρόκολλα. Ωστόσο, στο παρόν όλα δείχνουν να είναι αντίθετα προς αυτή την άποψη. Κυριαρχεί η ποσοτική λογική και η δημιουργία αυταξίας.
Καλώς ή κακώς ο χώρος αυτός ολοκλήρωσε με τον όποιο τρόπο τον προδιαγεγραμμένο κύκλο ζωής του. Η κριτική και η επίρριψη ευθυνών προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, φορέα ή πρόσωπο δεν ταιριάζουν στην προκειμένη περίπτωση, αλλά και δεν αποδίδουν κάποιο διακριτό όφελος συνολικά. Ο χώρος αυτός είναι ένα πολιτικό πτώμα και τα πτώματα οφείλουμε να τα θάβουμε και να μην τους ασκούμε άλλη κριτική. Καθήκον μας είναι να ζήσουμε πολεμώντας και να τον θυμόμαστε ως κάτι πεπερασμένο που δεν αξίζει μνείας ή να επαναληφθεί. Να μην ιδωθεί από κανέναν σας με νοσταλγία, αλλά αντίθετα να ιδωθεί ο ιστορικά με αποτροπιασμό ο ίδιος και ό,τι τον συνδέει με το αβίωτο παρόν μας. Τουναντίον να αναλογισθούμε τι έφταιξε γι’ αυτό. Τι μπορεί να είναι αυτό; Οι μπαγιάτικες ιδέες του, τα κακώς εννοούμενα γραφικά και ανεπαρκή πρόσωπα που τον απαρτίζουν, η προφανής άγνοια των συντελεστών του να διαχειριστούν καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, η απειρία, η έλλειψη εκπαίδευσης, η αγνωσία, η δειλία, η μοιρολατρία, η ιδιοτέλεια, η ιουδαϊκή απανθρωπιά, η αστική υποκρισία, ο φόβος μπροστά στο άγνωστο, οι ενοχές, οι ξερόλες…
Ο χώρος αυτός δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Είναι ένα μύθευμα. Είναι ένα παιχνίδι του νου. Ο χώρος αυτός αντικατοπτρίζει τον εσωτερικό φόβο που έχουν οι διαμορφωτές του ώστε να δράσουν οι ίδιοι αληθώς επαναστατικά και να μεταλλάξουν τον χώρο τους ΑΠΟ μια φωλιά δειλών γραικύλων που οδύρονται ως παιδαρέλια στο διαδίκτυο και ελεημονούν τον εξαθλιωμένο ελληνικό λαό αποποιούμενοι την μπάσταρδη πολιτική ταυτότητά τους ενώπιον του κρατικού εκτρώματος, ΣΕ έναν συμπαγή χώρο πραγματικής απειλής για το καθεστώς. Ο χώρος αυτός αποτελεί έκφραση αυτού που αναφέρει ο καθηγητής Χρίστος Γούδης στην ανατομία της δεξιάς: την κριτική μιας ιδεολογίας σύμμεικτης ιδεολογίας καθαρού λόγου και “παράνοιας”. Ο χώρος αυτός απέχει παρασάγγας από το να αποτελεί απειλή για το καθεστώς. Ο απονεκρωμένος αυτός χώρος έχει μια μόνο θέση στην πολιτειακή χάρτα. Στο μουσείο των νεκρών. Όντας ο ίδιος νεκρός και αποτελούμενος από νεκρούς, τιμά τους νεκρούς που προηγήθηκαν αυτού.
Κάνοντας έναν κριτικό απολογισμό της όλης σταδιοδρομίας του, θεωρούμε ότι όχι μόνο απέτυχε παταγωδώς να διδάξει διά του παραδείγματος και να πράξει τα δέοντα σε πολιτικό επίπεδο, επιπρόσθετα έλαμψε μετά θάνατον και διά των νεκρών συντελεστών του. Ένας χώρος νεκρών υπάρξεων που ευαγγελίζεται ματωμένους αγώνες και ο ίδιος δεν μετράει καν νεκρούς αγωνιστές σε πολιτικές μάχες ή εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες.
Υπάρχει έστω κι ένας Έλληνας ανεξαρτήτως προσωπικών πολιτικών πεποιθήσεων και κομματικής ή μη προτίμησης ο οποίος να βλέπει στον νεκρό αυτό χώρο μια ενδεχόμενη απειλή για το καθεστώς και τη δημοκρατία εν γένει; Η απάντηση έρχεται από μόνη της. Τελικά, ποιος μπορεί να εικάσει με επιχειρήματα ποιά είναι η πραγματική και όχι η δυνητική απειλή για το καθεστώς και από που αυτή προέρχεται, αλλά και πως πραγματώνεται σε πολιτικό επίπεδο;
Ο χώρος αυτός έκανε σημαία του την ηττοπάθεια και την καβάντζα. Η μόνη λογική που υπήρχε και υπάρχει σ’ αυτόν είναι ένας προσωποπαγής ανταγωνισμός, η προβολή του Εγώ του καθενός και όχι η παραγωγή πολιτικών αποτελεσμάτων βάσει κινηματικής λογικής. Παρ’ όλο που οι θιασώτες του ευαγγελίζονται την αντι-μπολσεβίκικη ρητορική, η νοοτροπία τους κατατάσσει ευθύς αμέσως σε αυτό που υποτίθεται πολεμούν. Οι δεξιοί μπολσεβίκοι μάχονται τους αριστερούς μπολσεβίκους. Ό,τι δηλαδή συμβαίνει σε όλους τους κατ’ επίφαση ιδεολογικούς χώρους. Το σύστημα παραμένει αλώβητο.
Οι υπάρχουσες συνιστώσες του δεξιού ΣΥ.ΡΙΖ.Α δεν αποτελούν απειλή σε κανένα επίπεδο. Είναι οι γνωστές ανασχετικές δυνάμεις του Κάτω Κόσμου που αφαιρούν την δυνατότητα από τους ζωντανούς ώστε αυτοί να δράσουν επαναστατικά. Λειτουργούν ως ενεργειακές ρουφήχτρες. Όσο υπάρχουν οι γραφικοί, φαντασιόπληκτοι, οι δήθεν καινοτόμοι, οι αναμοχλευτές σκάρτων ποιοτήτων, ιδεών ακινησίας και λανθασμένων συμπεριφορών που ανήκουν στο παρελθόν και οι δειλοί, άλλο τόσο θα σταθεροποιείται το σύστημα στη ζωή μας.
Όσο τα πόδια δεν πατούν στο έδαφος, άλλο τόσο θα δέσει το καράβι στο λιμάνι. Κίνημα δεν υπάρχει. Κίνημα δεν δημιουργείται εξαιτίας των ως άνω. Το Κίνημα είναι νεκρό. Δεν μπορούμε να αναφωνήσουμε “Ζήτω το Κίνημα”. Τουναντίον, λέμε: “Ζήτω ο προσωπικός μας πόλεμος”! Ο πόλεμος πρέπει να γίνει προσωπική υπόθεση του καθενός από εσάς. Πρέπει να πάρετε την κατάσταση στα χέρια σας…
Ο δικός μας δρόμος είναι μοναχικός και ρομαντικός. Σε θεοσκότεινες διαδρομές αναζητούμε την δικαίωση και την αξιοπρέπεια του πολεμιστή. Είναι ένα ταξίδι μακρύ δίχως επιστροφή και το ταξίδι αυτό δεν σταματάει λεπτό. Όταν τα φώτα της πόλης χαμηλώνουν, τότε ξημερώνει για μας. Ο χρόνος είναι γιατρός και εχθρός μαζί. Παίρνουμε δύναμη από το σκοτάδι της πόλης και την φωταγωγούμε με το δικό μας φως. Είμαστε η νοητή στρατιά που συντροφεύει κάθε μαχητή που αποφασίζει να κερδίσει τη ζωή του και να ανακτήσει την αξιοπρέπεια της πατρίδος του παλεύοντας ολομόναχος αλλά και μετά πολλών στα ερημωμένα σοκάκια των πόλεων. Κι η μάχη αυτή γίνεται όλο και πιο σφοδρή. Προκαλούμε εφιάλτες. Διότι, όποιος παλεύει με τέρατα πρέπει να προσέξει μη γίνει κι ο ίδιος τέρας. Κι όταν κοιτάζεις πολλή ώρα μιαν άβυσσο η άβυσσος κοιτάζει κι αυτή μέσα σου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου