Δημήτρη Μιχαλόπουλου
"Προδημοσίευση τοῦ προλόγου τοῦ βιβλίου "Χρυσός καὶ Ἐργασία στὴ Νέα Οἰκονομία", στὸ ὁποῖο ἐπιχειρεῖται ἡ ἐπιστημονικὴ/ἱστορικὴ προσέγγιση τοῦ φαινομένου 'Φασισμός'῾
Η οικονομία είναι για τον άνθρωπο και όχι ο άνθρωπος για την οικονομία. Αυτήν την απλή, θεωρητικώς αυτονόητη μα σήμερα ξεχασμένη αρχή ξαναφέρνει στην επιφάνεια το βιβλιαράκι Oro e lavoro nella nuova economia. Είχε εκδοθεί στην Ιταλία, από το Εθνικό Ινστιτούτο Φασιστικής Κουλτούρας, κατά το 1941, όταν δηλαδή είχε πια αρχίσει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Ο συγγραφέας παραμένει άγνωστος. Έτσι, το μόνο που σχετικώς μπορεί να διαβεβαιώσει κανείς είναι ότι όσα σε αυτό περιέχονται έχουνε σήμερα σημασία μεγαλύτερη από οποτεδήποτε άλλοτε. Και είναι ακριβώς η επικαιρότητα αυτή που καταδεικνύει ότι, πέρα από τα γενικώς γνωστά, βασικό αίτιο της σύρραξης των ετών 1939-1945 υπήρξε η οικονομία.
Ο Φασισμός, πράγματι, ήταν η ευρωπαϊκή απάντηση στη μεγάλη κρίση που, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα, εκδηλώθηκε στη Γαλλία. Η τότε ανατροπή της βασισμένης στον φεουδαλισμό μοναρχίας έθεσε ξανά το πρόβλημα της ορθής διακυβέρνησης. Εφόσον η απολυταρχία είχε καταρρεύσει και εφόσον οι βασιλιάδες έπαψαν πια να θεωρούνται, κατά την προσφυέστατη διατύπωση του δικού μας Κολοκοτρώνη, «όντα θεϊκά», ποιο θα μπορούσε να είναι το νέο καθεστώς που θα εξασφάλιζε τη συνοχή και ευημερία της κοινωνίας των ανθρώπων; Η παλινόρθωση τής σε βαθμό αποβλάκωσης διεφθαρμένης βασιλείας; Ούτε συζήτηση. Μήπως καθεστώς βασισμένο στον υλισμό και ατομικισμό που επαγγέλλονταν οι Ιακωβίνοι; Και βέβαια όχι, γιατί αυτοί οι τελευταίοι το μόνο που στάθηκαν ικανοί να ‘δημιουργήσουνε’ υπήρξε μια κατάσταση αιματηρού χάους, από το οποίο έσωσε τη Γαλλία μόνο ο Ναπολέων Βοναπάρτης. Ούτε οι –δήθεν- Χριστιανοί μονάρχες λοιπόν αλλά ούτε και οι «λυσσαλέοι» επαναστάτες. Θα έπρεπε λοιπόν να δομηθεί σύστημα όχι μόνο διακυβέρνησης αλλά και σκέψης, χάρη στο οποίο ο άνθρωπος θα μπορούσε δυναμικώς να ενταχθεί στον ιστορικό ρουν - μέσω του αγώνα στον οποίο αποδύεται προκειμένου να συντηρηθεί και να επιβιώσει. Ο αγώνας αυτός συνδέει τον άνθρωπο με το παρελθόν τής οικογένειας, του Λαού και του Έθνους του και τον κάνει ικανό να συμβάλει στη σφυρηλάτηση του μέλλοντος τόσο της χώρας όπου γεννήθηκε και ζη όσο και, ευρύτερα, ολόκληρου του κόσμου μας.
Χάρη στον αγώνα αυτόν, τέλος, ο άνθρωπος κατακτάει τη δυνατότητα να εναρμονίσει τον εαυτό του με εκείνη την ανώτερη αντικειμενική Θέληση, που συμβατικώς και παραδοσιακώς καλείται «Θεός». Αυτή ακριβώς η Θέληση, που κατά πολύ ξεπερνάει το άτομο και μπροστά στην οποία ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τα όρια της δικής του πεπερασμένης ύπαρξης, είναι η μόνη ικανή να μεταβάλει το ανθρώπινο ον από ύπαρξη που βωλοδέρνει σε κόσμο ακατανοήτως χαώδη σε υπεύθυνο μέλος κοινωνίας πνευματικής. «Παραμένει γεγονός ότι [εμείς οι άνθρωποι] είμαστε δημιουργήματα άβουλα, αλλά πάνω από εμάς υπάρχει μία Δύναμη δημιουργική. Το να την αρνηθεί κανείς αποτελεί παραλογισμό», είχε τονίσει ο Αδόλφος. Ο άνθρωπος, κατά συνέπεια, μπορεί να βρει τη σωτηρία του, «μόνο εάν γονατίσει μπροστά στη Θεία Πρόνοια» και σταματήσει να επαναστατεί ενάντια στους διαχρονικής εμβέλειας νόμους της φύσης. Η επίτευξη αυτής της σωτηρίας αποτελεί τον ύψιστο σκοπό του Φασισμού. Να κάνει, συγκεκριμένα, αισθητό στον Λαό ένα κόσμο που, συνήθως, μόνο οι άγιοι και οι ήρωες είναι σε θέση να αντιληφθούν.
* * *
Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, το βασισμένο στον χρυσό νομισματικό και, ευρύτερα, οικονομικό σύστημα δεν είναι συμβατό με την έννοια του αγώνα, όπου θεμελιώνεται ο Φασισμός. Ο χρυσός είναι το κατεξοχήν άχρηστο μέταλλο. Το μόνο του πλεονέκτημα έγκειται στην πολύ μεγάλη δυσκολία με την οποία οξειδώνεται. Προξενεί, κατά συνέπεια, μεγάλα ερωτηματικά ως προς τη λογική ευστάθεια του ανθρωπίνου πνεύματος η αναγωγή αυτού του όχι μόνο άχρηστου μα και δυσεύρετου μέταλλου σε βάση της ευημερίας των λαών. Και τούτο, γιατί, έστω και βάζοντας κανείς κατά μέρος τους λόγους για τους οποίους η κατοχή χρυσού εξελίχθηκε σε προϋπόθεση της υλικής ευτυχίας των ανθρώπων, η έλλειψη οποιασδήποτε σχέσης μεταξύ της συσσώρευσης αυτού του ‘πολύτιμου’ μέταλλου και της ικανότητας για αποδοτική εργασία είναι εξώφθαλμη. Η κτήση του χρυσού, πράγματι, είναι αποτέλεσμα τύχης, απάτης, κλοπής, αρπαγής και ποτέ αποδοτικής εργασίας. Κατά συνέπεια, κανένας που συστηματικώς εργάζεται δεν είναι καταρχήν σε θέση να μαζέψει σημαντικές ποσότητες χρυσού – με αποτέλεσμα οι κοινωνίες να άγονται και να φέρονται από εκείνους ακριβώς που συστηματικώς αποφεύγουνε την εργασία.
Τι είναι όμως η εργασία; Την απάντηση έδωσε ήδη κατά τον 19ο αιώνα ο ημέτερος Απόστολος Αρσάκης, η ιδεολογική τοποθέτηση του οποίου μπορεί να θεωρηθεί και η βάση του οικονομικού συστήματος που αποκρυστάλλωσε και προώθησε ο Φασισμός: «Η εργασία», έγραψε ο εθνικός μας ευεργέτης, αποτελεί «την πρώτη, την ιερότερη, την κατεξοχήν απαράγραπτη» ιδιοκτησία του ανθρώπου, η οποία, μάλιστα, επιφέρει όχι μόνο πλούτο αλλά και ηθικό εξευγενισμό. Συνεπώς μία και μόνη είναι η κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα αποστολή του Κράτους: η προστασία της εργασίας. Όλα τα άλλα δεν είναι παρά αερολογίες, που απλώς αποσκοπούν στην εξαπάτηση των αφελών, όπως θα έλεγε και ο Δημήτριος Γούναρης. Και τούτο, διότι η –κατά τη μαρξιστική ορολογία- προλεταριοποίηση ή, σε απλά ελληνικά, εξαθλίωση των ανθρώπων αποτελεί παταγώδη και δραματική αποτυχία του Κράτους. Μόνο σε αυτό πρέπει, λοιπόν, να επιρρίπτεται η σχετική ευθύνη και μόνο όσοι διοικούν, κατά τη συγκεκριμένη στιγμή, την κρατική μηχανή πρέπει να υφίστανται τις ποινικές επιπτώσεις της ευθύνης αυτής.
* * *
«Πολιτική», είχε πει και πάλι ο Δημήτριος Γούναρης, «είναι η ενεργός διεύθυνση του πραγματικού βίου της κοινωνίας. Εκτελεί [η πολιτική] το έργο της όχι [μόνο] βρίσκοντας και διακηρύσσοντας τις αρχές που την εμπνέουν, αλλά μέσω τής βάσει των αρχών αυτών πραγματικής μεταβολής της κοινωνίας». Αυτό την πραγματική, τη μεγαλειώδη αλλαγή ο Φασισμός την πραγματοποίησε. Έχουνε δίκιο οι Μαρξιστές, όταν διακηρύσσουν πως κάθε Κράτος αποτελεί τη θεσμική ‘πανοπλία’ συγκεκριμένης κοινωνικής και οικονομικής δομής. Ο Φασισμός λοιπόν δεν θα ήτανε συνεπής προς τον εαυτό του, εάν δεν προχωρούσε σε επαναστατική αλλαγή της οικονομικής ζωής πρώτα-πρώτα.
Η αλλαγή αυτή υπήρξε ο εξοβελισμός του χρυσού και η συνακόλουθη αναγωγή της εργασίας σε πηγή και μέτρο του πλούτου των Λαών. Ευθέως συνδέθηκε, έτσι, το μέγεθος του πλούτου και, συνακολούθως, της ευημερίας που μπορούν να απολαμβάνουνε οι κοινωνίες και τα άτομα με την ικανότητά τους να παράγουν και να δημιουργούν. Η κοινωνία, με τον τρόπο αυτόν, προσέλαβε αξιοκρατικό χαρακτήρα και αυτό τόνισε ακόμα περισσότερο την πνευματικότητα και, σε τελική ανάλυση, θρησκευτικότητα που γενικώς διέπει οποιαδήποτε κοινωνία φασιστικής υφής. Ει τις ου θέλει εργάζεσθαι, μηδέ εσθιέτω, είχε τονίσει ο Απόστολος Παύλος. (Προς Θεσσαλονικείς Β΄, γ΄, 10.) Η κτήση χρυσού, όμως επιτρέπει να τρώνε μόνο εκείνοι που δεν εργάζονται, εκείνοι δηλαδή ως προς τους οποίους κατηγορηματικός υπήρξε ο ίδιος ο Χριστός: ευκοπώτερον γάρ εστιν κάμηλον δια τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του θεού εισελθείν. (Κατά Λουκάν, ιη΄, 25.)Είναι απορίας άξιον λοιπόνγιατί αυτό που έκανε ο Φασισμός δεν έστερξε προηγουμένως να το κάνει η χριστιανική Εκκλησία. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί βρίσκεται σε διαχρονικής εμβέλειας θεμελιώδη αρχή, που μόνο αποσπασματικώς πρόλαβε να διατυπώσει ο Αδόλφος: «Η Εκκλησία κατά κανόνα συντάσσεται με τους εχθρούς του Χριστού».
Ούτως εχόντων των πραγμάτων όμως, γιατί θα πρέπει να επιλεγεί η φασιστική και όχι η μαρξιστική/κομμουνιστική απάντηση στην παρασιτική πλουτοκρατία; Σύμφωνα, πράγματι, με άποψη που –παρά τα όσα έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται στην Ευρώπη- ακόμη παραμένει κυρίαρχη, ο κομμουνισμός «μάχεται τον καπιταλισμό» (οτιδήποτε και αν σημαίνει αυτός ο τελευταίος), ενώ ο Φασισμός παραμένει «όργανό του». Η καταρχήν απάντηση εύκολα βρίσκεται από οποιονδήποτε που ακροθιγώς θα ασχοληθεί με την «πικρή Ιστορία της Ρωσίας»: Η Σοβιετική Ένωση πλήρως συμμορφώθηκε με τον χρυσό κανόνα, προκειμένου –όπως φρονούσανε οι φασιστές ηγέτες των αρχών της δεκαετίας του 1940- να επιτευχθούν οι στόχοι της «παγκόσμιας επανάστασης». Είναι σωστή η άποψη αυτή;
Το πρώτο που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι η θεμελιώδης αντίφαση που ευχερώς και αμέσως διαπιστώνεται μεταξύ των μαρξιστικών διακηρύξεων σχετικώς με το Κράτος και της πραγματικότητας. Σύμφωνα με πασίγνωστη δήλωση του Λένιν, πράγματι, υπέρτατος στόχος του Κομμουνισμού ήτανε η πλήρης εξάλειψη γενικώς του Κράτους, εφόσον αυτό δεν είναι αποτελεί παρά «οργανωμένη και συστηματική βία» που ασκείται σε βάρος των ανθρώπων. Η εν λόγω εξάλειψη έμελλε να επιτευχθεί χάρη στην επικράτηση του Κομμουνισμού, «υπέρτατου στάδιου του Σοσιαλισμού»: Εφόσον δεν θα υπήρχανε πια κοινωνικές τάξεις που θα έπρεπε να «τιθασσευτούν», το Κράτος θα ήτανε άχρηστο και, επομένως, θα «έσβηνε». Φυσικά, έπρεπε προηγουμένως το «εξοπλισμένο προλεταριάτο» να γίνει το ίδιο «κυβέρνηση» του νέου Κράτους, να προχωρήσει στην εξάλειψη των «ταξικών διαφορών» κ.λπ., κ.λπ.
Το κατά πόσον η επαγγελία αυτή εκπληρώθηκε στη Ρωσία μετά τα γεγονότα του 1917 και στην Ανατολική Ευρώπη, αφότου τελείωσε ο Β΄Παγκόσμιος πόλεμος, είναι κάτι που δεν χρειάζεται κανείς να κάνει μεγάλη έρευνα, για να το διαπιστώσει: Το Κράτος όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε αλλά μέσω του πλήρους, ακριβώς, εκδημοκρατισμού της ζωής εξελίχθηκε σε πανίσχυρο, ολοκληρωτικό μηχανισμό που ασκούσε απόλυτο έλεγχο του και στις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής των ανθρώπων. Καμία, επιπλέον, αμφιβολία δεν υπάρχει ότι το σοβιετικό σύνταγμα του 1936 πραγματικώς υπήρξε το δημοκρατικότερο της υφηλίου. Κατά την εύστοχη επισήμανση του τότε πρωθυπουργού Vyacheslav Molotov, εισηγητή, το 1935, της συνταγματικής μεταρρύθμισης στο 7ο Συνέδριο των Σοβιέτ, το νέο σύνταγμα, βασικό πρότυπο του οποίου ήτανε τα συντάγματα των «κοινοβουλευτικών αστικών Κρατών», αποτελούσε «την ανώτατη μορφή δημοκρατίας» και, κατά συνέπεια, η υιοθέτησή του έμελλε να επιφέρει τον «ολοκληρωτικό εκδημοκρατισμό» της Σοβιετικής Ένωσης. Οι εκλογές της 12ης Δεκεμβρίου 1937 για την ανάδειξη των μελών του Ανώτατου Συμβουλίου της Ε.Σ.Σ.Δ. έγιναν βάσει των νέων συνταγματικών προδιαγραφών. Ψήφισαν 90.000.000 εκλογείς, δηλαδή το 96% του πληθυσμού, άρα η αποχή υπήρξε ασήμαντη. Αυτό, όμως, δεν ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό. Σημαντικό ήτανε, πράγματι, ότι, για να είναι κανείς εκλόγιμος, δεν χρειαζότανε να είναι μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ παράλληλα -μοναδική και πρωτοποριακή ιδιομορφία του νέου συστήματος- οι εκλογείς μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να ανακαλέσουνε την εντολή τους από το πρόσωπο που είχαν εκλέξει!
Με λίγα λόγια, το σοβιετικό σύνταγμα του 1936 εφαρμόστηκε πλήρως – και κατά γράμμα και κατά πνεύμα. Και όμως... αυτός ο «ολοκληρωτικός εκδημοκρατισμός» της σοβιετικής ζωής επέφερε τον απόλυτο, προσωπικό έλεγχο του Στάλιν, σε βαθμό, μάλιστα, που οι εκλογές να αποτελούν είδος δημοψηφίσματος (με εκ των προτέρων γνωστό το θετικό αποτέλεσμα) σχετικά με τον ίδιο και τα μέτρα που έπαιρνε. Πώς εξηγείται αυτό;
Εξηγείται μέσω της διαπίστωσης της θεμελιώδους αντίφασης στην οποία, για λόγους εξαπάτησης των Λαών, συνειδητά ‘πέφτουνε’ τόσο η «αστική δημοκρατία» όσο και ο Κομμουνισμός: Ενώ αναγνωρίζουνε την οφθαλμοφανή μεταξύ των ανθρώπων μιας δεδομένης κοινωνίας ανισότητα, εκουσίως επιμένουν να θεωρούν όλους τους ανθρώπους «μεταξύ τους ίσους». Και επειδή οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι μεταξύ τους καταλήγουν να δώσουνε την απόλυτη εξουσία, που θεωρητικώς τούς ανήκει, σε εκείνον τον οποίο είτε υπολογίζουνε είτε φοβούνται κατά τη δεδομένη στιγμή. Αυτή είναι η αρχή του ολοκληρωτισμού, στον οποίο αναποφεύκτως οδηγεί η δημοκρατία τόσο η φιλελεύθερη όσο και η μαρξιστική. Και τούτο, επειδή η φιλελεύθερη, «αστική» δημοκρατία πάντοτε εγκυμονεί μορφή Κομμουνισμού: Εφόσον οι άνθρωποι είναι ίσοι μεταξύ τους υπό καθεστώς «αστικό», γιατί να μη γίνουνε ακόμα πιο ίσοι με καθεστώς κομμουνιστικό;
Ο Φασισμός αυτό το εξώφθαλμο ψέμα πλήρως το απορρίπτει και, κατά συνέπεια, αποβλέπει σε κοινωνία αυστηρά ιεραρχημένη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θεωρεί ότι, υπό την κυριαρχία του βασισμένου στον χρυσό χρήματος, στην πλειοψηφία τους οι άνθρωποι είναι «δειλοί και ανόητοι» και, κατά κανόνα, «ανίκανοι να σκεφτούν κάτι μεγάλο». Προτιμούν ακόμα και να πεθάνουνε παρά να κάνουνε μια γενναία πράξη – ή, με διατύπωση διαφορετική: Είναι έτοιμοι να υποστούν και να κάνουνε τα πάντα, αρκεί να μη χαλάσει η «κακομοιριασμένη τους ζωή» - ακόμα και, σε κραυγαλέα αντίθεση προς την περίφημη διαβεβαίωση του Μαρξ, λυσσαλέα να παλέψουνε προκειμένου να κρατήσουνε τις αλυσίδες με τις οποίες διασφαλίζεται η υποδούλωσή τους. Μόνο η απελευθέρωση από τη δουλεία του χρυσού/χρήματος επιφέρει την εκδήλωση των μεγάλων ικανοτήτων που περικλείονται στην ανθρώπινη ψυχή και αυτή μόνο ο Φασισμός στάθηκε ικανός να την επιτελέσει.
* * *
Θα ήταν κανείς, πράγματι, αφελής, εάν πίστευε ότι η από τους Μπολσεβίκους κατάληψη της εξουσίας το 1917 στη Ρωσία σήμανε και την υιοθέτηση νέου, επαναστατικού νομισματικού συστήματος. Ακριβώς το αντίθετο έγινε. Ήδη τον Δεκέμβριο του 1917, λίγες εβδομάδες δηλαδή μετά την ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης, η σοβιετική εξουσία διακήρυξε ότι «το σύνολο των τραπεζικών εργασιών» στο εξής θα αποτελούσε κρατικό μονοπώλιο. Όλες οι τράπεζες λοιπόν ενώνονταν με την «Κρατική Τράπεζα της Ε.Σ.Σ.Δ.» και, παράλληλα, όλες οι ποσότητες χρυσού που βρίσκονταν στα χρηματοκιβώτιά τους κατάσχονταν «υπέρ του λαού».
Η συνέχεια ήταν ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Το ρούβλι παρέμεινε νόμισμα μετατρέψιμο σε χρυσό. Η κυκλοφορία των χαρτονομισμάτων ήτανε, βέβαια, αναγκαστική, αλλά υπήρχε η από το Κράτος υποχρέωση πληρωμής σε χρυσό της αξίας των χαρτονομισμάτων αυτών επί τη εμφανίσει τους. Αυτό είχε ρυθμιστεί νομοθετικώς, αλλά η προς την Κρατική Τράπεζα διαταγή της κυβέρνησης να καταβάλλει σε χρυσάφι την αξία του χάρτινου νομίσματος δεν εκδόθηκε ποτέ. Το αποτέλεσμα ήταν το ρούβλι να εξακολουθεί να υπάγεται στον χρυσό κανόνα, χωρίς όμως κανείς ούτε να μπορεί να το ανταλλάσσει με χρυσάφι, αλλά ούτε και να γνωρίζει το πραγματικό κάλυμμά του σε χρυσό.
Ακόμα πιο συναρπαστικοί, όμως, υπήρξαν οι πειραματισμοί της Κρατικής Τράπεζας της Ε.Σ.Σ.Δ. Στις 11 Οκτωβρίου 1922, δόθηκε από τη σοβιετική κυβέρνηση στην εν λόγω τράπεζα το δικαίωμα να εκδίδει δικό της νόμισμα, το περίφημο chervonets, η σε χρυσό περιεκτικότητα του οποίου ορίστηκε ίση με δέκα (10) χρυσά ρούβλια του παλαιού, αυτοκρατορικού καθεστώτος. Πιστή στην κλασσική ‘καπιταλιστική συνταγή’ η Κρατική Τράπεζα εξασφάλιζε κάλυμμα σε χρυσό και «σκληρό συνάλλαγμα» μόνο του 25% της ‘μάζας’ του χρήματος που έριχνε στην κυκλοφορία – εκτός εάν το χρήμα αποτελούσε δάνειο προς το Λαϊκό Επιτροπάτο των Οικονομικών, οπότε το κάλυμμά του ανέβαινε στο 50% του ποσού του δανείου. Στο μεταξύ, το ρούβλι, του οποίου το κάλυμμα θεωρητικώς υπήρχε, μα στην ουσία παρέμενε άγνωστο, σταθερώς κατέρρεε. Έτσι, από τον Φεβρουάριο έως και τον Απρίλιο του 1924, η σοβιετική κυβέρνηση προσπάθησε, με καταιγίδα νέων μέτρων, να αποκαταστήσει –πάντα μέσα στα πλαίσια του χρυσού κανόνα- μια ‘υγιέστερη’ νομισματική πολιτική. Τώρα πια αναγνωρίστηκε επισήμως η πρωτοκαθεδρία της Κρατικής Τράπεζας και, συνακολούθως, του τραπεζικού συστήματος. Κύριο νόμισμα έγινε το τραπεζικό chervonets, που συνέχισε να ισοδυναμεί με δέκα χρυσά ρούβλια. Έτσι, το μεν Κράτος εξέδιδε χαρτονομίσματα αξίας ενός, τριών και πέντε ρουβλίων η δε τράπεζα δικά της αξίας ενός, τριών, πέντε και είκοσι πέντε chervontsy.Και τα δύο είδη νομισμάτων, κρατικών και τραπεζικών, συγκροτούσανε σύστημα ενιαίο. Το βάρος όμως ήτανε σαφές ότι είχε μετατοπιστεί προς το δεύτερο είδος νομίσματος, το τραπεζικό, διότι ήταν γνωστό ότι το κάλυμμά του το αποτελούσανε 5.700 κιλά χρυσού και πλατίνας, κατατεθειμένα στα χρηματοκιβώτια της Κρατικής Τράπεζας. Το 1928 όμως η σοβιετική κυβέρνηση πήρε 3.125 κιλά από τη μεταλλική αυτήν ποσότητα και την έστειλε στο εξωτερικό, προκειμένου να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της θέση σε συνεννοήσεις που τότε έκανε με όμιλο ξένων τραπεζών. Έκτοτε το νόμισμα της Ε.Σ.Σ.Δ. ουσιαστικώς προοριζόταν για εσωτερική κυρίως κυκλοφορία. Παρέμεινε όμως συνδεδεμένο με τον χρυσό κανόνα, ενώ ταchervontsy συνέχισαν να κυκλοφορούνε μέχρι το 1947.
Οι Εθνικοσιαλιστές αντίθετα, αφότου πήρανε, στις 30 Ιανουαρίου 1933, την εξουσία στη Γερμανία, αποσυνέδεσαν το εθνικό νόμισμα αυτής της τελευταίας από το χρυσάφι, το συνέδεσαν με την εργασία και το μετέτρεψαν, έτσι, σε μέσο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνατοτήτων του Γερμανικού Λαού. Η επιτυχής εξέλιξη του συστήματος αυτού, άλλωστε, έφερε σε ακόμη μεγαλύτερη αντίθεση το Γ΄Ράιχ με την Ε.Σ.Σ.Δ. Η κατά το 1917 επιβολή, πράγματι, κρατικού μονοπωλίου στις ανά τη σοβιετική επικράτεια τραπεζικές εργασίες υπήρξε προοίμιο της μετατροπής του Κομμουνισμού σε μονοπωλιακού χαρακτήρα Κρατικό Καπιταλισμό, εφόσον η εκεί διαιώνιση κυριαρχίας του χρυσού σήμαινε τον θάνατο του Σοσιαλισμού. Αυτό εμμέσως πλην σαφώς, άλλωστε, το αναγνώρισε ο ίδιος ο Στάλιν τον Νοέμβριο του 1935, όταν μίλησε στο Α΄ Συνέδριο των Σταχανοφικών εργατών της Βιομηχανίας και των Μεταφορών, που είχε τότε συνέλθει στη Μόσχα. Εξήγησε λοιπόν ο σοβιετικός ηγέτης ότι, ενώ στα πλαίσια του Σοσιαλισμού «καθένας πρέπει να εργάζεται αναλόγως των δυνάμεών του και να αμείβεται αναλόγως της εργασίας του», στον Κομμουνισμό, στάδιο ανάπτυξης ανώτερο από τον Σοσιαλισμό, «καθένας εργάζεται αναλόγως των δυνάμεών του, αλλά απολαμβάνει αναλόγως των αναγκών που έχει ως πολιτισμένος άνθρωπος».
Σχηματικώς λοιπόν μπορεί κανείς να παραστήσει ως εξής την οικονομική δομή αντιστοίχως του Κομμουνισμού και του Φασισμού. Στον μεν Κομμουνισμό το όλο πλέγμα του οικονομικού βίου συνιστά γιγαντιαίο τραστ, ιδιοκτήτης του οποίου παραμένει το Κράτος. Η οικονομική δραστηριότητα επιτελείται άναρχα – και, στην ουσία, κανένας δεν είναι σε θέση να ελέγξει την αποτελεσματικότητά της. Στον Φασισμό, αντίθετα, η όλη οικονομική δραστηριότητα συστηματοποιείται σε συνασπισμό μεγάλων καρτέλ, τα οποία υπόκεινται σε αυστηρό κρατικό έλεγχο. Μέτρο αποδοτικότητας αποτελεί η πλήρης ανάπτυξη των παραγωγικών/δημιουργικών δυνατοτήτων του Έθνους και, συνακολούθως, η ευμάρεια του Λαού: το Κράτος διορθωτικώς μα και δραστικώς παρεμβαίνει οποτεδήποτε η ευμάρεια αυτή εμφανίζεται μειωμένη σε σχέση με τις εθνικές παραγωγικές δυνατότητες. Ο Αδόλφος υπήρξε εν προκειμένω σαφής: Ο χρυσός δεν είναι αξία μα όργανο καταπίεσης των ανθρώπων. Η εργασία και όχι ο χρυσός –ή το χρήμα, οι επενδύσεις, όπως θα λέγαμε σήμερα- δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας. Προορισμός, επομένως, του Κράτους είναι γενικώς η προστασία της εργασίας (όπως είχε εξαγγείλει ήδη από το 1860 ο ημέτερος Απόστολος Αρσάκης) και ειδικότερα η μόνιμη απασχόληση των ανθρώπων με συγκεκριμένο έργο και σε συγκεκριμένο χώρο. Εάν δεν υπάρχει τέτοιου είδους απασχόληση, είχε υπογραμμίσει ο τότε Ηγέτης του Γερμανικού Λαού, εάν οι άνθρωποι πλήττονται από την ανεργία -ή, έστω, είναι υποχρεωμένοι να μετακινούνται από επάγγελμα σε επάγγελμα και από τόπο σε τόπο, μπορούμε να προσθέσουμε εμείς- τότε δεν μπορούν να οργανώσουνε ούτε καν την καθημερινότητά τους, με αποτέλεσμα να υφίστανται τις συνέπειες της ραγδαίας κοινωνικής τους κατάρρευσης.
* * *
Τι πρέπει ακόμα να τονιστεί; Τούτο: Αυτή ακριβώς η δημιουργία ενός τελείως νέου μηχανισμού δημιουργίας και κυκλοφορίας του νομίσματος υπήρξε η βασική αιτία της ανάμιξης των Η.Π.Α. στον κατά του Άξονα πόλεμο, που είχε προκληθεί από τις μεγάλες δημοκρατικές/ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις της Δύσης. Συνεχείς υπήρξαν οι προσπάθειες γενικώς των φασιστών ιθυνόντων να βρούνε και να προτείνουνε τρόπο οικονομικής συνύπαρξης με την Αμερική. Εκείνο που δεν μπορούσαν όμως όχι απλώς να γνωρίζουνε μα ούτε και να φανταστούν είναι ότι ο μηχανισμός γενίκευσης της παγκόσμιας σύρραξης είχε τεθεί σε λειτουργία λίγο κιόλας μετά την έκρηξη του Β΄ Παγκόσμιου πόλεμου. Υπεύθυνος για αυτό ήταν προσωπικά ο τότε Πρόεδρος των Η.Π.Α., Φραγκλίνος Ρούζβελτ, ο οποίος εν προκειμένω συνειδητά και εν ψυχρώ κορόιδεψε τον Αμερικανικό Λαό. Στα τέλη του 1940, πράγματι, κατά τη διάρκεια της τρίτης και τελευταίας προεκλογικής εκστρατείας του, ‘ορκίστηκε’ πως, εάν έβγαινε ξανά Πρόεδρος, θα τηρούσε πολιτική ουδετερότητας. Αυτό αποτελούσε συνειδητό ψέμα. Και επειδή ο Ρούζβελτ ήξερε ότι, λόγω και της άψογης στάσης που, ως τα προς τα συμφέροντα των Η.Π.Α., τηρούσε ο Αδόλφος, οι Αμερικανοί ποτέ δεν θα έστεργαν να πολεμήσουν εναντίον των Γερμανών, επέλεξε πονηρά άλλο στόχο – συγκεκριμένα την Ιαπωνία. Έτσι, τελείως αδικαιολόγητα, άρχισε να προκαλεί την κυβέρνηση του Τόκυο: Όταν τα ιαπωνικά στρατεύματα αμαχητί κατέλαβαν τη γαλλική Ινδοκίνα, ο Ρούζβελτ δέσμευσε τις... ιαπωνικές καταθέσεις στην Αμερική. Και όταν διαπίστωσε ότι αυτό δεν ήταν αρκετό, έπεισε τις αρχές της τότε ολλανδικής Ινδονησίας να διακόψουν τις από εκεί προς την Ιαπωνία εξαγωγές πετρελαίου.
Αυτό το τελευταίο μέτρο έπληττε καίρια την ιαπωνική οικονομία. Στο Τόκυο η εξουσία παραχωρήθηκε στους στρατιωτικούς, που –λογικώς- ήταν αποφασισμένοι να μη επιτρέψουν τον στραγγαλισμό της πατρίδας τους. Το θέμα ήταν όμως ότι, εάν οι Ιάπωνες χτυπούσαν την ισχύ των Η.Π.Α. γενικώς στην Ασία, και πάλι ο Αμερικανικός Λαός θα έδειχνε απροθυμία να εμπλακεί σε πόλεμο. Έτσι, όταν φτάσανε στην Ουάσιγκτον Ιάπωνες απεσταλμένοι για συνεννοήσεις με την αμερικανική κυβέρνηση, η απέναντί τους στάση αυτής της τελευταίας υπήρξε προσβλητική. Ο Ρούζβελτ αρνήθηκε να τους δεχτεί, ο υπουργός Εξωτερικών δήλωσε περίπου «αναρμόδιος» να συνεννοηθεί μαζί τους κ.ο.κ. Οι Ιάπωνες προειδοποίησαν ότι τυχόν αποτυχία των διαπραγματεύσεων θα οδηγούσε σε πόλεμο. Η ως προς αυτούς στάση της αμερικανικής ηγεσίας τότε σκλήρυνε ακόμα πιο πολύ. Ήταν πια σαφές ότι, λόγω των από τους Αμερικανούς ιθύνοντες συνεχών εξευτελισμών τους, οι Ιάπωνες θα χτυπάγανε και μάλιστα στον Ειρηνικό ωκεανό, δηλαδή στο Pearl Harbor. Αυτό περίμενε ο Ρούζβελτ: μία «εθνική τραγωδία» χωρίς την οποία δεν μπορούσε να πείσει το Κογκρέσσο να κηρύξει τον πόλεμο εναντίον του Άξονα.
Το χειρότερο όμως ήταν ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες είχανε καταφέρει να ‘σπάσουνε’ τον ιαπωνικό κρυπτογραφικό κώδικα, με αποτέλεσμα ήδη από τις 29 Νοεμβρίου 1941 να γνωρίζουνε ότι οι Ιάπωνες έμελλαν να επιτεθούν στην αμερικανική βάση στη Χαβάη. Ο Ρούζβελτ όμως δεν είπε τίποτα, δεν εξήγησε τίποτα, δεν πήρε απολύτως κανένα αμυντικό μέτρο. Άφησε τους Ιάπωνες να καταστρέψουν τα πολεμικά σκάφη των Η.Π.Α. που ναυλοχούσαν στο Pearl Harbor, με σκοπό καταλλήλως να χειραγωγήσει την αμερικανική κοινή γνώμη. Και το κατάφερε…
Οι Αμερικανοί, που δεν ήτανε, βέβαια, σε θέση να παρακολουθήσουνε τους ελιγμούς και τα κόλπα της κυβέρνησής τους, πιστέψανε πως οι Ιάπωνες είχαν επιτεθεί στο Pearl Harbor απρόσμενα και αδικαιολόγητα. Και έτσι, ο Αμερικανικός Λαός, που μέχρι τις 6 Δεκεμβρίου ήταν τελείως αντίθετος προς την πολεμική εμπλοκή της χώρας του, δέχτηκε μετά από αυτήν τη «φοβερή πρόκληση» να πάρει μέρος στον αγώνα «για τη διάσωση του πολιτισμού». Η συνέχεια είναι γνωστή...
... Αλλά μάλλον άγνωστη παραμένει μία ακόμη παράμετρος. Τον Ιούλιο του 1944 κατά τη διάρκεια της διάσκεψης στο Bretton Woods, στο New Hampshire των Η.Π.Α., αποφασίστηκε η στο εξής σύνδεση των νομισμάτων όλων των χωρών με το αμερικανικό δολλάριο, το οποίο θα παρέμενε το μόνο νόμισμα ουσιαστικώς μετατρέψιμο σε χρυσό. Την επίβλεψη της εκτέλεσης της σχετικής απόφασης ανέλαβε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (International Monetary Fund), η ίδρυση του οποίου τότε ακριβώς αποφασίστηκε.
Με λίγα λόγια, οι Αμερικανοί μπήκαν στον πόλεμο, μόνο και μόνο για να εξασφαλιστεί, μέσω της διαιώνισης της νομισματικής κυριαρχίας του χρυσού και του σε αυτό βασισμένου χρήματος, την οποία δραστικώς απειλούσανε οι Δυνάμεις του Άξονα, ο έλεγχος της παγκόσμιας οικονομίας από τη ‘βαθειά πλουτοκρατία’ των Η.Π.Α. Και όσο για μας, τους Έλληνες... απλώς βιώνουμε σήμερα τις συνέπειες της έκβασης του Β΄ Παγκόσμιου πόλεμου.
Όπως όμως έλεγε και ο Μαρξ, σημασία δεν έχουν οι ερμηνείες μα η αλλαγή –προς το καλλίτερο εξυπακούεται- του κόσμου μας. Σήμερα η κυριαρχία του χρυσού είναι, σε σύγκριση με την πριν από την τελευταία παγκόσμια σύρραξη περίοδο, κρυφή, λανθάνουσα – και για αυτό περισσότερο τυραννική. Το ευρώ, πράγματι, νόμισμα της ενωμένης –υποτίθεται- Ευρώπης στηρίζεται στο αμερικανικό δολλάριο, το οποίο, με τη σειρά του, βασίζεται στους περίπου 5.000 τόννους χρυσού που πρέπει να υπάρχουνε στο FortKnox.
Εξακολουθούν αυτοί οι «τόνοι χρυσού» να βρίσκονται εκεί ή, μήπως, έχουνε γίνει κυριολεκτικώς ‘της αναλήψεως’; Κανένας δεν μπορεί με βεβαιότητα να απαντήσει στο ερώτημα αυτό, εφόσον στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η αμερικανική κυβέρνηση ουσιαστικώς ανέκοψε τη δυνατότητα μετατροπής του δολλαρίου σε χρυσό. Ρόλο καλύμματος από τότε του αμερικανικού νομίσματος αποτελεί η «διαβεβαίωση» της κυβέρνησης των Η.Π.Α. ότι «υπάρχει το αναγκαίο για τη στήριξη του δολλάριου απόθεμα χρυσού».
Υπάρχει λοιπόν ή δεν υπάρχει το σε χρυσό κάλυμμα του δολλαρίου; Ασαφής, κατανάγκην, η απάντηση, ενώ ένα και μόνο παραμένει εν προκειμένω σαφές: Εάν το σε χρυσό κάλυμμα του αμερικανικού νομίσματος έχει ‘εξαερωθεί’, τότε το δολλάριο, το ευρώ και όλα τα συναφή δεν αξίζουνε παρά το χαρτί όπου είναι τυπωμένα (συν το μελάνι, βέβαια, που έχει χρησιμοποιηθεί για την εν λόγω εκτύπωση). Δεδομένου όμως ότι η ανθρωπότητα παραμένει δέσμια του χρυσού, απόλυτος σε βαθμό ασφυξίας κυρίαρχος της παγκόσμιας οικονομίας θα αναφανεί εκείνος που θα έχει οικειοποιηθεί το χρυσάφι του Fort Knox μαζί με όποιες άλλες ποσότητες πολύτιμου μέταλλου θα έχει μπορέσει να αρπάξει εδώ και εκεί. Πρόκειται για μία εφιαλτική προοπτική, μοναδικός τρόπος αποφυγής της οποίας είναι η επιστροφή στο εκασταχού εθνικό νόμισμα. Και εδώ προβάλλει η μεγάλη σημασία με την οποία η διεθνής κοινή γνώμη περιβάλλει τη χώρα μας. Η επιστροφή, πράγματι, στη δραχμή όχι μόνο θα διασφαλίσει την ύπαρξή μας ως Λαού και ως Έθνους, όχι μόνο θα δώσει αποφασιστική ώθηση στην ανάκτηση των εδώ και δεκαετίες βυθισμένων στη λήθη παραγωγικών και, ευρύτερα, δημιουργικών ικανοτήτων του Λαού μας, μα, παράλληλα, θα ανοίξει τον δρόμο προς μία πραγματικά ενωμένη Ευρώπη και, συνεπώς, ένα καλλίτερο κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου