Ήταν έξι δεκαετίες πριν. H 17χρονη κοπέλα περπατούσε στους δρόμους του Αμαρουσίου και της άρεσε να σταματάει, να μυρίζει τα γιασεμιά που μοσχοβολούσαν από τις αυλές των σπιτιών. Ήσυχη περιοχή και φιλικές ζεστές γειτονιές εκτός από το πολύβουο αστικό εμπορικό κέντρο. Πολλοί Αθηναίοι κατέφθαναν με το τραίνο τα Σαββατοκύριακα για εκδρομές, καθώς τους άρεσε η επαφή με την φύση και ο καθαρός αέρας.
Καθώς περπατούσε έβλεπε τα παιδιά που έπαιζαν στους δρόμους και τις γιαγιάδες που κάθονταν στις αυλές, είτε πολλές μαζί παρέα συζητώντας, είτε μόνες που ασχολούνταν με ένα πλεκτό ή ένα κέντημα. Τον Αύγουστο το πράσινο της περιοχής προστάτευε από την ζέστη, και άφηναν τις πόρτες των σπιτιών ανοιχτές για να μπαίνει ο καθαρός αέρας αλλά και για να δέχονται τους επισκέπτες και πάντα είχαν έτοιμο για να τους κεράσουν και κάποιο σπιτικό γλυκό και μια φρεσκοστιμμένη πορτοκαλάδα.
“Κάποτε θα γίνω και εγώ γιαγιά, έτσι θα είναι και εμένα η ζωή μου τότε”, σκέφτηκε η 17χρονη κοπέλα.
Έξι δεκαετίες μετά, η άλλοτε 17χρονη είναι πλέον 77 ετών και έχει γίνει και αυτή γιαγιά. Η πολυκατοικία στην οποία ζει έχει αυλή, όμως δεν έχει λουλούδια και γιασεμιά αλλά αποτελεί προθάλαμο για το πάρκινγκ των αυτοκινήτων. Έξω από το σπίτι δεν θα μπορούσε να καθήσει ούτε για 10 λεπτά, καθώς δεν αντέχει στην ηλικία της τον καύσωνα που δημιουργεί το πυρακτωμένο μπετόν σε συνδυασμό με το νέφος και τα καυσαέρια των αυτοκινήτων.
Στο σπίτι οι επισκέψεις είναι ελάχιστες και σπάνιες. Η τηλεόραση δεν δείχνει πια ειδήσεις, μονάχα κουτσομπολιά για κάτι ξεβράκωτες που τις αποκαλούν “τραγουδίστριες” και ανάμεσα σε αυτά κάποια πράγματα που χρησιμοποιούν περίεργες λέξεις που η γιαγιά δεν καταλαβαίνει. Όταν εκείνη πήγαινε σχολείο, στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών της έκτης δημοτικού τα κείμενα τα διάβαζαν από το πρωτότυπο, ενώ τις σχολικές εργασίες τους τις έγραφαν στην καθαρεύουσα. Η γιαγιά ξέρει εκατοντάδες Ελληνικές λέξεις που δεν τις ακούει ποτέ στην τηλεόραση, ακούει όμως νέες παράξενες λέξεις και έννοιες όπως “πολυπολιτισμικότητα” , “αντιρατσισμός” και “ανθρώπινα δικαιώματα” που αντίθετα με τα σημερινά σχολεία, εκείνη την εποχή δεν διδάσκονταν τέτοια πράγματα και ούτε υπήρχαν στην παράδοση και τον πολιτισμό που είχε διδαχθεί από τις δικές της γιαγιάδες. Έτσι όταν ακούει στην τηλεόραση αυτές τις νέες, άγνωστες λέξεις, αναρωτιέται για το τι θα μπορούσαν να σημαίνουν.
Ήταν Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012 απόγευμα. Η γιαγιά νιώθει μόνη και η τηλεόραση δείχνει μονάχα Τουρκικά σήριαλ που έχει βαρεθεί να τα βλέπει. Σκέφτεται πόσο θα ήθελε να βρει έναν ζωντανό άνθρωπο που να μπορεί να μιλήσει μαζί του , που να μιλάει Ελληνικά και όχι Τουρκικά. Σκέφτεται πόσο θα ήθελε να είχε και εκείνη την ίδια ζωή με τις γιαγιάδες που έβλεπε μικρή , που έκαναν επισκέψεις η μια στην άλλη τα απογεύματα του Αυγούστου. Σκέφτεται πόσο θα ήθελε να χτυπήσει κάποιος την πόρτα και να την επισκεφθεί και να του ανοίξει γεμάτη χαρά και να τον κεράσει τα γλυκά όπως είχε μάθει από τα παιδικά της χρόνια ότι κάνουν οι γιαγιάδες.
Και εκείνη την στιγμή η πόρτα χτυπάει. Η γιαγιά δίχως να το καλοσκεφθεί ανοίγει την πόρτα γεμάτη χαμόγελο.
Καθώς περπατούσε έβλεπε τα παιδιά που έπαιζαν στους δρόμους και τις γιαγιάδες που κάθονταν στις αυλές, είτε πολλές μαζί παρέα συζητώντας, είτε μόνες που ασχολούνταν με ένα πλεκτό ή ένα κέντημα. Τον Αύγουστο το πράσινο της περιοχής προστάτευε από την ζέστη, και άφηναν τις πόρτες των σπιτιών ανοιχτές για να μπαίνει ο καθαρός αέρας αλλά και για να δέχονται τους επισκέπτες και πάντα είχαν έτοιμο για να τους κεράσουν και κάποιο σπιτικό γλυκό και μια φρεσκοστιμμένη πορτοκαλάδα.
“Κάποτε θα γίνω και εγώ γιαγιά, έτσι θα είναι και εμένα η ζωή μου τότε”, σκέφτηκε η 17χρονη κοπέλα.
Έξι δεκαετίες μετά, η άλλοτε 17χρονη είναι πλέον 77 ετών και έχει γίνει και αυτή γιαγιά. Η πολυκατοικία στην οποία ζει έχει αυλή, όμως δεν έχει λουλούδια και γιασεμιά αλλά αποτελεί προθάλαμο για το πάρκινγκ των αυτοκινήτων. Έξω από το σπίτι δεν θα μπορούσε να καθήσει ούτε για 10 λεπτά, καθώς δεν αντέχει στην ηλικία της τον καύσωνα που δημιουργεί το πυρακτωμένο μπετόν σε συνδυασμό με το νέφος και τα καυσαέρια των αυτοκινήτων.
Στο σπίτι οι επισκέψεις είναι ελάχιστες και σπάνιες. Η τηλεόραση δεν δείχνει πια ειδήσεις, μονάχα κουτσομπολιά για κάτι ξεβράκωτες που τις αποκαλούν “τραγουδίστριες” και ανάμεσα σε αυτά κάποια πράγματα που χρησιμοποιούν περίεργες λέξεις που η γιαγιά δεν καταλαβαίνει. Όταν εκείνη πήγαινε σχολείο, στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών της έκτης δημοτικού τα κείμενα τα διάβαζαν από το πρωτότυπο, ενώ τις σχολικές εργασίες τους τις έγραφαν στην καθαρεύουσα. Η γιαγιά ξέρει εκατοντάδες Ελληνικές λέξεις που δεν τις ακούει ποτέ στην τηλεόραση, ακούει όμως νέες παράξενες λέξεις και έννοιες όπως “πολυπολιτισμικότητα” , “αντιρατσισμός” και “ανθρώπινα δικαιώματα” που αντίθετα με τα σημερινά σχολεία, εκείνη την εποχή δεν διδάσκονταν τέτοια πράγματα και ούτε υπήρχαν στην παράδοση και τον πολιτισμό που είχε διδαχθεί από τις δικές της γιαγιάδες. Έτσι όταν ακούει στην τηλεόραση αυτές τις νέες, άγνωστες λέξεις, αναρωτιέται για το τι θα μπορούσαν να σημαίνουν.
Ήταν Δευτέρα 27 Αυγούστου 2012 απόγευμα. Η γιαγιά νιώθει μόνη και η τηλεόραση δείχνει μονάχα Τουρκικά σήριαλ που έχει βαρεθεί να τα βλέπει. Σκέφτεται πόσο θα ήθελε να βρει έναν ζωντανό άνθρωπο που να μπορεί να μιλήσει μαζί του , που να μιλάει Ελληνικά και όχι Τουρκικά. Σκέφτεται πόσο θα ήθελε να είχε και εκείνη την ίδια ζωή με τις γιαγιάδες που έβλεπε μικρή , που έκαναν επισκέψεις η μια στην άλλη τα απογεύματα του Αυγούστου. Σκέφτεται πόσο θα ήθελε να χτυπήσει κάποιος την πόρτα και να την επισκεφθεί και να του ανοίξει γεμάτη χαρά και να τον κεράσει τα γλυκά όπως είχε μάθει από τα παιδικά της χρόνια ότι κάνουν οι γιαγιάδες.
Και εκείνη την στιγμή η πόρτα χτυπάει. Η γιαγιά δίχως να το καλοσκεφθεί ανοίγει την πόρτα γεμάτη χαμόγελο.
Συνέχεια εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου