(από το περιοδικό Neu Schweizer Rundschau – III Μάρτιος 1936, σελίδες 657-69)
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
«Στην Γερμανία θ’ αναδυθούν κάποιες αιρέσεις, προσεγγίζοντας πολύ κοντά τον ευτυχισμένο παγανισμό. Με την καρδιά σαγηνευμένη και με λίγα κλοπιμαία δώρα, θ΄ ανοίξει η πύλη για να πληρωθεί ο αληθινός φόρος της δεκάτης».
Προφητείες του Νοστραδάμου, 1555
Όταν κοιτάζουμε προς τα πίσω, στα χρόνια πριν το 1914, διαπιστώνουμε ότι τώρα ζούμε σ’ έναν κόσμο ενδεχομένων τα οποία θα ήταν ασύλληπτα πριν τον πόλεμο. Επιπλέον, είχαμε αρχίσει να θεωρούμε τον πόλεμο μεταξύ πολιτισμένων εθνών ως ένα μύθο, σκεπτόμενοι πως ένας τέτοιος παραλογισμός θα γινόταν ολοένα και πιο απίθανος στον λογικό, διεθνώς οργανωμένο κόσμο μας. Κι αυτό που προέκυψε μετά τον πόλεμο ήταν μια γνήσια σύναξη μαγισσών.
Παντού αλλόκοτες επαναστάσεις, βίαιες τροποποιήσεις του χάρτη, επιστροφές σε μεσαιωνικά ή ακόμα κι αρχαϊκά πρότυπα στην πολιτική, ολοκληρωτικά κράτη τα οποία καταβρόχθισαν τους γείτονες τους και ξεπέρασαν όλες τις προηγούμενες θεοκρατίες με τους απολυταρχικούς τους ισχυρισμούς, διωγμοί των Χριστιανών και των Ιουδαίων, μαζική πολιτική δολοφονία και τελικά καταστήκαμε μάρτυρες μιας αστόχαστης πειρατικής επιδρομής σ’ έναν ειρηνικό ημιπολιτισμένο λαό.
Με τέτοια καμώματα μέσα στον αχανή κόσμο, δεν είναι καθόλου απροσδόκητο το ότι, σε μία μικρότερη κλίμακα, θα πρέπει να υφίστανται εξίσου περίεργες εκδηλώσεις σε άλλες σφαίρες. Στη σφαίρα της φιλοσοφίας, θα πρέπει να περιμένουμε κάποια χρόνια πριν μπορέσει κάποιος να εκτιμήσει το είδος της εποχής που ζούμε. Όμως, στην σφαίρα της θρησκείας μπορούμε να δούμε με μιας πως έχουν επισυμβεί κάποια πολύ σημαντικά πράγματα. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει πως στην Ρωσία οι πολύχρωμες λάμψεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας έχουν ξεπεραστεί από το «Κίνημα των Αθέων»[1] - πραγματικά, κάποιος ανάσαινε μ’ έναν στεναγμό ανακούφισης όταν ξεπρόβαλε από την αχλύ μιας Ορθόδοξης Εκκλησίας με την πληθώρα των λύχνων της κι εισερχόταν σ’ ένα άδολο τέμενος, όπου η θεσπέσια κι αόρατη πανταχού παρουσία του Θεού δεν ήταν φορτωμένη από μία περίσσεια ιερών παραφερναλίων. Όμως οσοδήποτε χαμηλό, ακαλαίσθητα κι αξιολύπητα βλακώδες κι οικτρό κι αν είναι το πνευματικό επίπεδό της «επιστημονικής» αντίδρασης, ήταν αναπόφευκτο πως μία μέρα θα ανέτελλε στην Ρωσία ο «επιστημονικός» διαφωτισμός του 19ου αιώνα.
Αλλ’ αυτό που είναι πράγματι περισσότερο από αξιοπερίεργο – κι ως ένα βαθμό ερεθιστικό – είναι το ότι θ’ αφυπνιζόταν ένας αρχαίος θεός της θύελλας και της φρενίτιδας, ο επί μακρόν αδρανής Βόταν, σαν ένα σβησμένο ηφαίστειο σε νέα δραστηριότητα, σε μία πολιτισμένη χώρα η οποία είχε υποτεθεί πως ξεπέρασε τον Μεσαίωνα από πολύ καιρό. Τον είδαμε να ζωντανεύει στο «Κίνημα της Γερμανικής Νεολαίας»[2] κι απαρχής χύθηκε το αίμα πολλών προβάτων προς τιμήν της ανάστασής του. Ξανθοί νεαροί κι επίσης μερικές φορές νεαρές, οπλισμένοι με ταξιδιωτικό σακίδιο και λαγούτο, εμφανιζόντουσαν σαν ακάματοι περιηγητές σε κάθε δρόμο, από το Βόρειο Ακρωτήριο έως την Σικελία, πιστοί λάτρεις του περιηγητή Θεού. Αργότερα, προς το τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ο περιηγητικός ρόλος αναλήφθηκε από χιλιάδες ανέργους, που μπορούσες να τους συναντήσεις παντού στα άσκοπα ταξίδια τους. Μετά το 1933 δεν περιπλανιόντουσαν πλέον, αλλά παρήλαυναν σ’ εκατοντάδες χιλιάδες. Το χιτλερικό κίνημα κυριολεκτικά έστησε στα πόδια της ολόκληρη την Γερμανία, από πεντάχρονα παιδιά έως βετεράνους, και παρήγαγε ένα θέαμα ενός έθνους που μεταναστεύει από το ένα μέρος στο άλλο. Κινιόταν ο Βόταν ο περιηγητής. Μπορούσες να τον δεις σ’ έναν οίκο συνάθροισης μιας απλοϊκής λαϊκής αίρεσης στην Βόρεια Γερμανία, να δείχνει μάλλον ντροπιασμένος, μεταμφιεσμένος ως Χριστός που ίππευε ένα λευκό άλογο. Δεν γνωρίζω αν αυτοί οι άνθρωποι είχαν επίγνωση της αρχαίας σύνδεσης του Βόταν με τις μορφές του Χριστού και του Διονύσου, αλλά δεν είναι πολύ πιθανό.
Ο Βόταν είναι ένας ακάματος περιηγητής, ο οποίος δημιουργεί αναταραχή και προκαλεί διαμάχη - πότε εδώ πότε εκεί - κι εξασκεί μαγεία. Σύντομα μετατράπηκε από τον Χριστιανισμό σε Διάβολο κι επέζησε μονάχα στις ξέθωρες τοπικές παραδόσεις, ως ένας απόκοσμος κυνηγός που τον έβλεπαν μαζί με τη συνοδεία του να τρεμοφέγγει σαν φωταψία των βάλτων μέσα στην θυελλώδη νύχτα. Στον Μεσαίωνα τον ρόλο του ακάματου περιηγητή ανέλαβε ο Αχασβήρος[3], ο «περιπλανώμενος Ιουδαίος», που είναι Χριστιανικός κι όχι Ιουδαϊκός θρύλος. Το στοιχείο του περιηγητή που δεν αποδέχτηκε τον Χριστό προβλήθηκε στους Ιουδαίους, με τον ίδιο τρόπο όπως πάντοτε επανευρίσκουμε τ’ ασυνείδητα ψυχικά μας περιεχόμενα σ’ άλλους ανθρώπους. Όπως και να ‘χει, η σύμπτωση του αντισημιτισμού με την επαναφύπνιση του Βόταν είναι μια λεπτή ψυχολογική απόχρωση που ίσως αξίζει ν’ αναφέρουμε.
Οι Γερμανοί νέοι οι οποίοι γιόρταζαν το ηλιοστάσιο με θυσίες προβάτων δεν ήσαν οι πρώτοι που άκουσαν το θρόισμα στο αρχέγονο δάσος του ασυνειδήτου. Είχαν προηγηθεί οι Νίτσε, Σούλερ[4], Στέφαν Γκεόργκε[5] και Λούντβιχ Κλάγγες[6]. Η λογοτεχνική παράδοση της Ρηνανίας και της υπαίθρου νότια του Μάϊν έχει μια κλασσική σφραγίδα από την οποία δεν μπορεί ν’ απαλλαχθεί εύκολα. Κάθε ερμηνεία μέθης κι έξαψης τείνει να αναχθεί σε κλασσικά πρότυπα, στον Διόνυσο, στον αιώνιο παίδα (puer aeternus)[7]και στον κοσμογονικό Έρωτα. Αναμφίβολα, ακούγεται καλύτερα στα «ακαδημαϊκά ώτα» να ερμηνεύονται αυτά τα πράγματα ως Διόνυσος, όμως ο Βόταν θα μπορούσε να είναι μια σωστότερη ερμηνεία. Είν’ ο Θεός της θύελλας και της φρενίτιδας, ο εξαπολυτής των παθών και του πόθου για την μάχη. Επιπλέον είναι ένας υπέρτατος μάγος και καλλιτέχνης στην ψευδαίσθηση, ο οποίος είναι εντριβής σε όλα τα μυστικά απόκρυφης φύσης.
Η περίπτωση του Νίτσε είναι βεβαίως ιδιάζουσα. Δεν είχε καμία γνώση της γερμανικής λογοτεχνίας. Αυτός ανακάλυψε τον «πολιτιστικό Φιλισταίο»[8], η δε αναγγελία ότι «ο Θεός πέθανε»[9] οδήγησε στη συνάντηση του Ζαρατούστρα μ’ έναν άγνωστο Θεό σ’ απρόσμενη μορφή, ο οποίος τον προσέγγισε κάποιες φορές ως ένας εχθρός και κάποιες φορές μεταμφιεσμένος ως ο ίδιος ο Ζαρατούστρα. Ο Ζαρατούστρα ήταν επίσης μάντης, μάγος κι ο άνεμος της θύελλας:
«Και σαν άνεμος θάρθω να πνεύσω ανάμεσά τους και με το πνεύμα μου θ’ αρπάξω την ανάσα του πνεύματός τους! Έτσι το θέλει το μέλλον μου.
Αλήθεια, ο Ζαρατούστρα είναι ένας ισχυρός άνεμος για όλους εκείνους που είναι χαμηλοί. Κι αυτήν την συμβουλή δίνει στους εχθρούς του και σ’ όλους που φτύνουν και ξερνούν: “Φυλαχθείτε από το φτύσιμο ενάντια στον άνεμο”».
Κι όταν ο Ζαρατούστρα ονειρεύθηκε πως ήταν ο φύλακας των τάφων στο «μοναχικό βουνίσιο δάσος του θανάτου» και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια ν’ ανοίξει τις πύλες, ξαφνικά:
«Ένας βουερός άνεμος κατακομμάτιασε τις πύλες. Σφυρίζοντας και μοιρολογώντας, έριξε μπρος μου ένα μαύρο φέρετρο. Κι ανάμεσα στην βουή και στο σφύριγμα και στ’ ουρλιαχτό, το φέρετρο έσκασε και τίναξε έναν πίδακα από χιλιάδες ηχηρά ξεσπάσματα γέλιου».
Ο ακόλουθος που ερμήνευσε το όνειρο, είπε στον Ζαρατούστρα:
«Συ ο ίδιος δεν είσαι ο άνεμος με το στριγκό σφύριγμα που θραύει τις πύλες του κάστρου του θανάτου;
Συ ο ίδιος δεν είσαι το φέρετρο γεμάτο με χαρωπή κακία της ζωής κι αγγελικούς μορφασμούς;».
Στα 1863 ή 1864, στο ποίημά του «Στον άγνωστο Θεό», ο Νίτσε είχε γράψει:
«……Σίγουρα θα σε γνωρίσω Άγνωστε
που ξεψαχνίζεις τα βάθη της ψυχής μου
και πνέεις μέσα στην ζωή μου σαν θύελλα,
άπιαστος κι όμως συγγενής μου!
Σίγουρα θα σε γνωρίσω και θα σε υπηρετήσω».
που ξεψαχνίζεις τα βάθη της ψυχής μου
και πνέεις μέσα στην ζωή μου σαν θύελλα,
άπιαστος κι όμως συγγενής μου!
Σίγουρα θα σε γνωρίσω και θα σε υπηρετήσω».
Είκοσι χρόνια αργότερα στο «Τραγούδι του Μαΐστρου» του έγραψε:
«Μαΐστρο, διώχτη των νεφών.
Φονιά του μισοσκόταδου, σαρωτή των ουρανών.
Οργισμένε άνεμε της θύελλας, πόσο σ’ αγαπώ!
Δεν είμαστε κι οι δυό μας οι πρώτοι καρποί της ίδιας μήτρας, για πάντα προκαθορισμένοι στο ίδιο πεπρωμένο;».
Φονιά του μισοσκόταδου, σαρωτή των ουρανών.
Οργισμένε άνεμε της θύελλας, πόσο σ’ αγαπώ!
Δεν είμαστε κι οι δυό μας οι πρώτοι καρποί της ίδιας μήτρας, για πάντα προκαθορισμένοι στο ίδιο πεπρωμένο;».
Στον διθύραμβο γνωστό, ως ο «Θρήνος της Αριάδνης», ο Νίτσε είναι ολότελα το θύμα του κυνηγού Θεού:
«Τεντωμένος, ανατριχιάζοντας,
σαν ένα μισοπεθαμένο πράγμα που τα πόδια του ζεστάθηκαν.
Κλονισμένος από άγνωστους πυρετούς,
ριγώντας με βέλη ψυχρής παγωνιάς που διατρυπούν,
κυνηγημένος από σένα, ω σκέψη.
Ανείπωτη! Συγκαλυμμένη! Φρικτή!
Εσύ κυνηγέ πίσω από τα σύννεφα.
Το χλευαστικό σου μάτι που μ’ ατενίζει απ’ το σκοτάδι!
Χτυπημένον από τον αστραφτερό σου κεραυνό.
Γι’ αυτό ψεύδομαι.
Σπαρταρώντας, στρεβλωμένος, βασανισμένος
Μ’ όλα τα αιώνια βάσανα.
Πληγμένος από σένα, άσπλαχνε κυνηγέ, Εσένα άγνωστε – Θεέ!».
σαν ένα μισοπεθαμένο πράγμα που τα πόδια του ζεστάθηκαν.
Κλονισμένος από άγνωστους πυρετούς,
ριγώντας με βέλη ψυχρής παγωνιάς που διατρυπούν,
κυνηγημένος από σένα, ω σκέψη.
Ανείπωτη! Συγκαλυμμένη! Φρικτή!
Εσύ κυνηγέ πίσω από τα σύννεφα.
Το χλευαστικό σου μάτι που μ’ ατενίζει απ’ το σκοτάδι!
Χτυπημένον από τον αστραφτερό σου κεραυνό.
Γι’ αυτό ψεύδομαι.
Σπαρταρώντας, στρεβλωμένος, βασανισμένος
Μ’ όλα τα αιώνια βάσανα.
Πληγμένος από σένα, άσπλαχνε κυνηγέ, Εσένα άγνωστε – Θεέ!».
Αυτή η αξιοσημείωτη εικόνα του κυνηγού Θεού δεν είναι μια απλή διθυραμβική μορφή λόγου, αλλά βασίζεται σε μιαν εμπειρία που είχε ο Νίτσε, όταν ήταν 15 ετών, στην Πφόρτα[10]. Περιγράφεται σ’ ένα βιβλίο από την αδελφή του Νίτσε, την Ελίζαμπετ Φέρστερ-Νίτσε[11]. Καθώς περιπλανιόταν σ’ ένα μισοσκότεινο δάσος την νύχτα, τρομοκρατήθηκε από μια «στριγκλιά που πάγωνε το αίμα από ένα γειτονικό άσυλο ψυχοπαθών» κι αμέσως κατόπιν ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν κυνηγό που «τα χαρακτηριστικά του ήσαν άγρια κι αλλόκοτα». Βάζοντας την σφυρίχτρα του στα χείλη, «σε μια κοιλάδα τριγυρισμένη από άγρια λαγκαδιά», ο κυνηγός «φύσηξε ένα τόσο διαπεραστικό σφύριγμα» που ο Νίτσε έχασε τις αισθήσεις του, αλλά ξανασυνήλθε στην Πφόρτα. Ήταν ένας εφιάλτης. Είναι σημαντικό ότι, στ’ όνειρό του ο Νίτσε, που στην πραγματικότητα είχε πρόθεση να πάει στο Αϊσλέμπεν - στην πόλη του Λούθηρου, συζήτησε με τον κυνηγό το ζήτημα να πάει στο «Τόϋτσενταλ» («Κοιλάδα των Γερμανών») αντί εκεί. Κάποιος που διαθέτει αυτιά δεν μπορεί να παρερμηνεύσει το διαπεραστικό σφύριγμα του Θεού της θύελλας στο νυχτερινό δάσος.
Ήταν μονάχα ο κλασσικός φιλόλογος μέσα στον Νίτσε που τον οδήγησε στον Θεό με το όνομα Διόνυσος αντί για τον Βόταν ή μήπως αυτό οφειλόταν στην μοιραία του συνάντηση[12] με τον Βάγκνερ;
Στο βιβλίο του «Αυτοκρατορία δίχως χώρο», που πρωτοεκδόθηκε στα 1919, ο Μπρούνο Γκετς[13] είδε, με την μορφή ενός πολύ περίεργου οράματος, το μυστικό των επερχομένων γεγονότων στην Γερμανία. Δεν ξέχασα ποτέ αυτό το μικρό βιβλίο, γιατί τότε μ’ εξέπληξε σαν μια μετεωρολογική πρόβλεψη του γερμανικού καιρού. Προλέγει την σύγκρουση μεταξύ της σφαίρας των ιδεών και της ζωής, ανάμεσα στην διττή φύση του Βόταν, ως ενός Θεού της θύελλας κι ενός Θεού των μυστικών στοχασμών. Ο Βόταν εξαφανίστηκε όταν κατέπεσαν οι βαλανιδιές του και ξαναεμφανίστηκε όταν ο χριστιανικός Θεός αποδείχθηκε πολύ αδύναμος για να σώσει την χριστιανοσύνη από την αδελφοκτόνο σφαγή. Ενώ ο Άγιος Πατέρας στην Ρώμη μπορούσε μονάχα να θρηνεί ανίκανα μπροστά στον Θεό για το πεπρωμένο της «χωριστής αγέλης» (grex segregatus), ο μονόφθαλμος γερο-κυνηγός, στην παρυφή του γερμανικού δάσους, γέλασε και σέλωσε τον Σλάϊπνιρ[14].
Πάντα είμαστε πεπεισμένοι πως ο σύγχρονος κόσμος είναι ένας λογικός κόσμος, βασίζοντας την άποψη μας αυτή σε οικονομικούς, πολιτικούς και ψυχολογικούς παράγοντες. Όμως αν για μια στιγμή μπορούσαμε να ξεχάσουμε πως ζούμε στο σωτήριο έτος 1936, αφήνοντας κατά μέρος την τόσο ανθρώπινη, καλόγνωμη λογικότητά μας, αν μπορούσαμε να φορτώσουμε την ευθύνη για τα τρέχοντα συμβάντα στον Θεό ή στους Θεούς, αντί στον άνθρωπο, θα βρίσκαμε τον Βόταν αρκετά βολικό ως μιαν απρόβλεπτη υπόθεση. Ουσιαστικά, αποτολμώ την αιρετική υπόδειξη πως τ’ απύθμενα βάθη του χαρακτήρα του Βόταν εξηγούν περισσότερα από τον Εθνικοσοσιαλισμό, απ’ ότι κι οι τρεις λογικοί παράγοντες βαλμένοι μαζί. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καθένας απ’ αυτούς τους παράγοντες εξηγεί μια σημαντική πλευρά αυτού που συμβαίνει στην Γερμανία, όμως ο Βόταν εξηγεί ακόμα περισσότερα. Είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικός όσον αφορά σ’ ένα γενικό φαινόμενο, το οποίο είναι τόσο παράδοξο για τον οιονδήποτε δεν είναι Γερμανός, ώστε παραμένει ακατανόητο, έστω και μετά από βαθύτατο στοχασμό.
Ίσως μπορούμε να συνοψίσουμε αυτό το γενικό φαινόμενο ως «Αρπαξιμότητα», μια κατάσταση του να κατέχεσαι, να έχεις καταληφθεί. Ο όρος δεν συνεπάγεται μόνον έναν διαρπαγέντα (έναν που κατέχεται) αλλά επίσης έναν άρπαγα (έναν που διαρπάζει). Ο Βόταν είναι ένας «Άρπαγας» ανθρώπων κι –εκτός αν κάποιος επιθυμεί να θεοποιήσει τον Χίτλερ, πράγμα που πρακτικά έχει στ’ αλήθεια συμβεί - είναι πραγματικά η μόνη εξήγηση. Είναι αλήθεια πως ο Βόταν μοιράζεται αυτήν την ποιότητα με τον εξάδελφο του Διόνυσο, όμως ο Διόνυσος φαίνεται πως είχε εξασκήσει την επιρροή του κυρίως στις γυναίκες. Οι μαινάδες ήσαν ένα είδος θηλυκών εφοδιτών και σύμφωνα με τις μυθικές αναφορές ήσαν αρκετά επικίνδυνες. Ο Βόταν αρκέστηκε στους μπερσέκους[15], που βρήκαν την εκπλήρωση της αποστολής τους ως οι «Μελανοχίτωνες» μυθικών βασιλέων.
Ένας νους που είναι ακόμη παιδικός, εννοεί τους θεούς ως μεταφυσικές οντότητες οι οποίες υφίστανται αυτοδίκαια ή αλλιώς τους θεωρεί ως παιχνιδιάρικες ή δεισιδαιμονικές εφευρέσεις. Από οποιαδήποτε άποψη, η παράλληλος μεταξύ του αναγεννημένου Βόταν και της κοινωνικής, πολιτικής και ψυχικής θύελλας που συγκλονίζει την Γερμανία, θα μπορούσε να έχει τουλάχιστον την αξία αλληγορίας. Όμως, μιας κι οι θεοί είναι δίχως αμφιβολία προσωποποιήσεις ψυχικών δυνάμεων, το να βεβαιωθεί η μεταφυσική τους ύπαρξη είναι μια διανοητική εικασία, τόσο όσο κι η γνώμη πως κάποτε μπόρεσαν να εφευρεθούν. Όχι ότι οι «ψυχικές δυνάμεις» σχετίζονται σε κάτι με τον συνειδητό νου, κατά πως χαιρόμαστε να παίζουμε με την ιδέα ότι συνείδηση και ψυχή είναι ταυτόσημες. Αυτό αποτελεί μόνον ένα άλλο τμήμα διανοητικής εικασίας. Οι «ψυχικές δυνάμεις» σχετίζονται πολύ περισσότερο με την σφαίρα του ασυνείδητου. Η μανία μας για λογικές εξηγήσεις έχει προφανώς τις ρίζες της στον φόβο μας για την μεταφυσική, γιατί οι δυο τους (λογική εξήγηση-μεταφυσική) ήταν πάντοτε εχθρικά αδέλφια. Συνεπώς οτιδήποτε απρόσμενο το οποίο μας προσεγγίζει από την σκοτεινή σφαίρα θεωρείται είτε ως έξωθεν προερχόμενο κι άρα πραγματικό, είτε ως παραίσθηση κι άρα μη αληθινό. Η ιδέα πως οτιδήποτε το οποίο δεν προέρχεται έξωθεν μπορεί να είναι πραγματικό ή αληθινό, ελάχιστα ξεκίνησε ν’ αναδύεται στον σύγχρονο άνθρωπο.
Προς χάρη καλύτερης κατανόησης και για ν’ αποφύγουμε την προκατάληψη, θα μπορούσαμε βέβαια ν’ απαλλαγούμε από το όνομα «Βόταν» κι αντί γι’ αυτό να μιλάμε για την τευτονική φρενήρη οργή (Furor Teutonicus)[16]. Όμως θα λέγαμε το ίδιο πράγμα και μάλιστα όχι επακριβώς, καθώς η οργή στην περίπτωση αυτήν είναι μια απλή ψυχολογικοποίηση του Βόταν και δεν μας λέει τίποτα περισσότερο απ’ το ότι οι Γερμανοί βρίσκονται σε μια κατάσταση μένους, παράφορης οργής. Έτσι χάνουμε την άποψη του πιο ιδιαίτερου χαρακτηριστικού ολόκληρου αυτού του φαινομένου, δηλαδή την δραματική διάσταση του Άρπαγα και του Διαρπαγμένου. Το εντυπωσιακό πράγμα σχετικά με το γερμανικό φαινόμενο είναι το ότι ένας άνθρωπος ο οποίος έχει φανερά «καταληφθεί», συμπαρέσυρε ένα ολόκληρο έθνος, σε τέτοια έκταση που το κάθε τι τέθηκε σε κίνηση κι άρχισε να κυλά στην πορεία του προς τον χαμό.
Μου φαίνεται ότι ο Βόταν ως μια υπόθεση επιτυγχάνει τον σκοπό του. Κατά τα φαινόμενα, μόνο κοιμόταν στο όρος Κιφχόϋζερ[17] ώσπου τον κάλεσαν οι κόρακες[18] και του ανήγγειλαν την χαραυγή. Είναι μια θεμελιώδης ιδιότητα της γερμανικής ψυχής, ένας ανορθολογικός ψυχικός παράγοντας, ο οποίος αντιδρά σαν κυκλώνας στην ψηλή πίεση του πολιτισμού και τον διασκορπίζει. Παρά την μονομανία τους οι λάτρεις του Βόταν φαίνεται πως έκριναν τα πράγματα πιο σωστά απ’ ότι οι λάτρεις της λογικής. Κατά τα φαινόμενα, ο καθένας είχε λησμονήσει ότι ο Βόταν είναι ένα γερμανικό σημείο αναφοράς πρωταρχικής σημασίας, η βέβαιη έκφραση κι αξεπέραστη προσωποποίηση μιας θεμελιώδους ποιότητας, η οποία είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική των Γερμανών. Ο Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλαιν[19] είναι ένα σύμπτωμα που εγείρει την υπόνοια ότι άλλοι συγκαλυμμένοι Θεοί μπορεί να κοιμούνται αλλού. Η έμφαση στην γερμανική φυλή -συνήθως αποκαλούμενη «Αρία»-, η γερμανική κληρονομιά, το «Αίμα και Γη»[20], τα τραγούδια Βαγκαλαβάϊα[21], ο καλπασμός των Βαλκυριών[22], Ο Ιησούς ως ξανθός και γαλανομάτης ήρωας, η Ελληνίδα μητέρα του Αγίου Παύλου, ο διάβολος ως ένας διεθνής Άλμπεριχ[23] με Ιουδαϊκό ή Μασονικό προσωπείο, το Βόρειο Σέλας ως το φως του πολιτισμού, οι κατώτερες μεσογειακές φυλές – όλο αυτό είναι το απόλυτα απαραίτητο σκηνικό για το δράμα που λαμβάνει χώρα και κατά βάθος όλα αυτά σημαίνουν το ίδιο πράγμα : Ένας Θεός έχει καταλάβει τους Γερμανούς, και το σπίτι τους έχει γεμίσει μ’ έναν «ισχυρό ορμητικό άνεμο». Αν δεν κάνω λάθος, ήταν λίγο μετά αφότου ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία, όταν εμφανίστηκε στο «Πάντς»[24] ένα σκίτσο ενός μπερσέκου που παραληρεί, λευτερώνοντας τον εαυτό του από τα δεσμά του. Ένας τυφώνας έχει ξεσπάσει αχαλίνωτος στην Γερμανία, ενώ εμείς ακόμη πιστεύουμε πως είναι καλοκαιρία.
Συγκριτικά, τα πράγματα στην Ελβετία είναι ήσυχα, εν τούτοις υπάρχει περιστασιακά μια ριπή αέρα από τον Βορρά ή το Νότο. Μερικές φορές έχει έναν ελαφρώς δυσοίωνο ήχο, μερικές φορές ψιθυρίζει τόσο ακίνδυνα ή ακόμα και ιδεαλιστικά, ώστε κανείς δεν συνεγείρεται. «Δεν ξυπνά κανείς τα κοιμισμένα σκυλιά»[25] - κατορθώνουμε να τα καταφέρνουμε αρκετά καλά μ’ αυτήν την παροιμιακή σοφία. Μερικές φορές λέγεται ότι οι Ελβετοί είναι εξαιρετικά αντίθετοι στο να προβληματιστούν. Πρέπει να αντικρούσω αυτήν την κατηγορία : οι Ελβετοί έχουν τα προβλήματά τους, αλλά δεν θα το παραδεχόντουσαν για τίποτα στον κόσμο, παρά το ότι βλέπουν προς τα πού φυσά ο άνεμος. Πληρώνουμε έτσι το φόρο τιμής μας στα χρόνια της θύελλας κι έντασης στην Γερμανία, αλλά δεν τον αναφέρουμε ποτέ κι αυτό μας δίνει το δικαίωμα να νοιώθουμε απέραντα ανώτεροι.
Είναι προ πάντων οι Γερμανοί που έχουν μιαν ευκαιρία, ίσως μοναδική στην ιστορία, να εξετάσουν τις καρδιές τους και να μάθουν τι ήταν εκείνοι οι κίνδυνοι της ψυχής από τους οποίους προσπάθησε να διασώσει την ανθρωπότητα ο χριστιανισμός. Η Γερμανία είναι μια χώρα πνευματικών καταστροφών, όπου η φύση ποτέ δεν κάνει τίποτε περισσότερο από μιαν επίδειξη ειρήνης με τον κοσμοκράτορα λόγο. Ο ταραξίας της ειρήνης είν’ ένας άνεμος που φυσά στην Ευρώπη από την απεραντοσύνη της Ασίας που σαρώνει ένα ευρύ μέτωπο από την Θράκη στην Βαλτική, σκορπίζοντας μπροστά του τα έθνη όπως τα ξηρά φύλλα ή εμπνέοντας σκέψεις οι οποίες κλονίζουν τον κόσμο στα θεμέλιά του. Είναι ένας στοιχειακός Διόνυσος που εισορμά στην Απολλώνια τάξη. Ο προκλητής αυτής της θύελλας ονομάζεται Βόταν, και από την πολιτική σύγχυση και την πνευματική αναταραχή που έχει προκαλέσει καθ' όλη την διάρκεια της ιστορίας, μπορούμε να μάθουμε πολλά γι’ αυτόν.
Ωστόσο, για μια ακριβέστερη έρευνα του χαρακτήρα του, πρέπει να πάμε πίσω στην εποχή των μύθων, η οποία δεν τα ερμήνευσε όλα από την άποψη του ανθρώπου και των περιορισμένων ικανοτήτων του, αλλά αναζήτησε την βαθύτερη αιτία στην ψυχή και στις αυτόνομες δυνάμεις της. Οι πρωιμότερες ανθρώπινες διαισθήσεις προσωποποίησαν αυτές τις δυνάμεις ως Θεούς, και τις περιέγραψαν στους μύθους με μεγάλη προσοχή και λεπτομέρεια, σύμφωνα με τους ποικίλους χαρακτήρες τους. Αυτό μπορούσε να γίνει ευκολότερα εξ αιτίας των σταθερά καθιερωμένων αρχέγονων τύπων ή των εικόνων που είναι έμφυτα στο ασυνείδητο πολλών φυλών κι εξασκούν μιαν άμεση επιρροή επάνω τους. Επειδή η συμπεριφορά μιας φυλής παίρνει το συγκεκριμένο χαρακτήρα της από τις υποκρυπτόμενες θεμέλιες εικόνες της, μπορούμε να μιλήσουμε για έναν αρχέτυπο «Βόταν». Ως αυτόνομος ψυχικός παράγοντας, ο Βόταν παράγει αποτελέσματα στην συλλογική ζωή ενός λαού και μ’ αυτόν τον τρόπο αποκαλύπτει την ίδια την φύση του.
Γιατί ο Βόταν έχει την δική του ιδιαίτερη βιολογία, αρκετά ξέχωρη από την φύση του ανθρώπου. Κατά καιρούς μόνο συμβαίνει να υφίστανται κάποια άτομα την ακαταμάχητη επιρροή αυτού του ασυνείδητου παράγοντα. Όταν κάποιος είναι ήρεμος, δεν έχει περισσότερη επίγνωση του αρχέτυπου Βόταν απ' ότι μιας λανθάνουσας επιληψίας. Θα μπορούσαν οι Γερμανοί που ήταν ενήλικοι το 1914 να έχουν προβλέψει τι θα ήταν σήμερα; Τέτοιοι καταπληκτικοί μετασχηματισμοί είναι η επίδραση του Θεού του ανέμου, ο οποίος «φυσά όπου αυτός θέλει κι εσύ ακούς την φωνή του, μα δεν μπορείς να πεις πούθ’ έρχεται και προς τα πού πηγαίνει»[26]. Κατακυριεύει το κάθε τι στην πορεία του κι ανατρέπει ότι δεν είναι σταθερά ριζωμένο. Όταν φυσά ο άνεμος, κλονίζει κάθε τι που είναι επισφαλές, είτε εξωτερικά είτε εσωτερικά.
Ο Μάρτιν Νινκ[27] έχει δημοσιεύσει πρόσφατα μια μονογραφία, η οποία υπήρξε μια ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη προσθήκη σ’ ότι ξέρουμε για την φύση του Βόταν. Ο αναγνώστης δεν χρειάζεται να φοβάται πως αυτό το βιβλίο δεν είναι παρά μια επιστημονική μελέτη η οποία γράφεται με ακαδημαϊκή επιφυλακτικότητα προς το θέμα. Βεβαίως διατηρείται πλήρως το πρέπον στην επιστημονική αντικειμενικότητα και το υλικό έχει συλλεχθεί μ’ εξαιρετική πληρότητα κι έχει παρουσιαστεί μ’ ασυνήθιστα σαφή μορφή. Αλλά, επιπλέον όλου αυτού, αισθάνεται κανείς ότι ο συντάκτης ενδιαφέρεται καίρια για το αντικείμενο, ότι επίσης δονείται μέσα του η χορδή του Βόταν. Αυτό δεν αποτελεί κριτική, αντίθετα, είναι ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα του βιβλίου, το οποίο δίχως αυτόν τον ενθουσιασμό εύκολα θα είχε εκφυλιστεί σ’ έναν κουραστικό κατάλογο. Ο Νινκ σκιαγραφεί ένα πραγματικά θαυμάσιο πορτρέτο του γερμανικού αρχέτυπου Βόταν. Τον περιγράφει σε δέκα κεφάλαια, χρησιμοποιώντας όλες τις διαθέσιμες πηγές, ως τον μπερσέκο, τον Θεό της θύελλας, τον ταξιδευτή, τον πολεμιστή, τον Θεό «εκπληρωτή ευχών»[28] και Θεό του απόλυτου έρωτα[29], τον Κύριο των νεκρών και των Αϊνχέργιαρ[30], τον κύριο της μυστικής γνώσης, τον μάγο, και τον Θεό των ποιητών. Δεν ξεχάστηκαν ούτε οι Βαλκυρίες ούτε η Φύλγκγια[31], γιατί αποτελούν μέρος του μυθολογικού υποβάθρου και της μοιραίας σημασίας του Βόταν. Η έρευνα του Νινκ για τ’ όνομα και την προέλευσή του είναι ιδιαίτερα διδακτική. Δείχνει πως ο Βόταν δεν είναι μόνο Θεός της οργής και της φρενίτιδας ο οποίος ενσωματώνει την ενστικτώδη και συναισθηματική πτυχή του ασυνειδήτου. Επίσης εκδηλώνονται σ’ αυτόν η διαισθητική κι εμπνευστική πλευρά του, καθώς κατανοεί τους ρούνους και μπορεί να ερμηνεύσει την μοίρα.
Οι Ρωμαίοι ταύτισαν τον Βόταν με τον Ερμή, αλλά ο χαρακτήρας του δεν αντιστοιχεί πραγματικά σ’ οποιονδήποτε ρωμαϊκό ή ελληνικό θεό, αν κι υπάρχουν ορισμένες ομοιότητες. Είναι για παράδειγμα ταξιδευτής όπως ο Ερμής, κυβερνά τους νεκρούς όπως ο Πλούτων κι ο Κρόνος, και συνδέεται με τον συναισθηματικό παροξυσμό του με τον Διόνυσο, ιδιαίτερα στην μαντική πτυχή του. Είναι εκπληκτικό ότι ο Νινκ δεν αναφέρει τον Ερμή, τον θεό της αποκάλυψης, ο οποίος ως πνεύμα (pneuma) και νους (nous) συνδέεται με τον άνεμο. Αυτός θα ήταν ο σύνδεσμος με το χριστιανικό πνεύμα (pneuma) και το θαύμα της Πεντηκοστής. Ως Ποιμάνδρης[32] (ο ποιμένας των ανδρών), ο Ερμής είναι ένας Άρπαγας όπως ο Βόταν. Ο Νινκ σωστά επισημαίνει ότι ο Διόνυσος κι οι άλλοι ελληνικοί Θεοί παρέμειναν πάντα κάτω από την ανώτατη αρχή του Διός, η οποία δείχνει μια θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της ελληνικής και της γερμανικής ιδιοσυγκρασίας. Ο Νινκ υποθέτει μιαν εσωτερική συγγένεια μεταξύ Βόταν και Κρόνου, κι η ήττα του τελευταίου μπορεί ίσως να σημαίνει ότι κάποτε στους προϊστορικούς χρόνους το αρχέτυπο του Βόταν ξεπεράστηκε και διαχωρίστηκε. Σε κάθε περίπτωση, ο γερμανικός Θεός αντιπροσωπεύει ένα σύνολο σ’ ένα πολύ πρωτόγονο επίπεδο, μια ψυχολογική κατάσταση στην οποία η ανθρώπινη θέληση ήταν σχεδόν ίδια με του Θεού κι εξ ολοκλήρου στο έλεός του. Όμως οι Έλληνες είχαν Θεούς που βοηθούσαν τον άνθρωπο ενάντια σ’ άλλους Θεούς. Στην πραγματικότητα ο ίδιος ο «πατήρ πάντων» Ζευς δεν απέχει από το ιδανικό ενός γενναιόδωρου, πεφωτισμένου δεσπότη.
Δεν ήταν στη φύση του Βόταν να χρονοτριβήσει και να παρουσιάσει σημάδια γήρατος. Απλά, όταν οι καιροί στράφηκαν εναντίον του εξαφανίστηκε και παρέμεινε αόρατος για περισσότερο από χίλια χρόνια, εργαζόμενος ανώνυμα κι έμμεσα. Τα αρχέτυπα είναι όπως οι κοίτες των ποταμών που αποξηραίνονται όταν τις εγκαταλείπει το νερό, αλλά που μπορεί να τις ξαναβρεί πάλι οποιαδήποτε στιγμή. Ένα αρχέτυπο είναι όπως μια παλαιά νεροσυρμή, κατά μήκος της οποίας έχει ρεύσει επί αιώνες το νερό της ζωής, σκάβοντας για τον εαυτό του ένα βαθύ κανάλι. Όσο περισσότερο έχει ρεύσει το νερό σ’ αυτό το κανάλι, τόσο πιθανότερο είναι ότι αργά ή γρήγορα θα επιστρέψει στην παλαιά κοίτη του. Η ζωή του ατόμου ως μέλους της κοινωνίας και ιδιαίτερα ως μέρους του κράτους μπορεί να ρυθμιστεί όπως ένα αρδευτικό κανάλι, αλλά η ζωή των εθνών είναι ένας μεγάλος ορμητικός ποταμός, που είναι εντελώς πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο, στα χέρια του Ενός, ο οποίος ήταν πάντα ισχυρότερος από τα άτομα.
Η «Κοινωνία των Εθνών»[33], η οποία θεωρήθηκε πως κατέχει δεδομένα υπερφυσική εξουσία, αντιμετωπίζεται από μερικούς ως παιδί που έχει ανάγκη από φροντίδα και προστασία, ενώ από άλλους ως εξάμβλωμα. Κατά συνέπεια, η ζωή των εθνών κυλά ανεξέλεγκτη, χωρίς καθοδήγηση, ασυναίσθητη για το που πηγαίνει, όπως ένας βράχος που γκρεμίζεται από την πλαγιά ενός λόφου έως ότου σταματήσει από ένα εμπόδιο ισχυρότερο απ’ αυτόν. Τα πολιτικά γεγονότα κινούνται από το ένα αδιέξοδο προς το επόμενο, όπως ένας χείμαρρος που παγιδεύεται σε νεροφαγώματα, κολπίσκους κι έλη. Όταν το άτομο καταπιάνεται σ’ ένα μαζικό κίνημα, όλος ο ανθρώπινος έλεγχος τερματίζεται. Κατόπιν, αρχίζουν να λειτουργούν τ’ αρχέτυπα, όπως επίσης συμβαίνει στις ζωές των ατόμων, όταν έρχονται αντιμέτωπα με καταστάσεις που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με οποιουσδήποτε από τους γνώριμους τρόπους. Αλλά το τι κάνει ένας αποκαλούμενος Ηγέτης (Fuhrer) μ’ ένα μαζικό κίνημα, μπορεί να ιδωθεί ξεκάθαρα αν στρέψουμε τα μάτια μας προς Βορράν ή προς Νότον της χώρας μας.
Το κυρίαρχο αρχέτυπο δεν παραμένει το ίδιο για πάντα, όπως είναι εμφανές από τους χρονικούς περιορισμούς που έχουν τεθεί για την προσδοκώμενη ως βασίλειο της ειρήνης, «Χιλιόχρονη Αυτοκρατορία»[34]. Το μεσογειακό πατρικό αρχέτυπο του δίκαιου, φίλου της τάξης, γενναιόδωρου κυβερνήτη είχε κατακερματιστεί σ’ ολόκληρη την βόρεια Ευρώπη, καθώς καταμαρτυρεί η παρούσα μοίρα των χριστιανικών εκκλησιών. Επίσης ο φασισμός στην Ιταλία κι ο εμφύλιος πόλεμος στην Ισπανία δείχνουν ότι, στο νότο ο κατακλυσμός ήταν πολύ μεγαλύτερος απ’ ότι περίμενε κανείς. Ακόμη κι η καθολική εκκλησία δεν μπορεί πλέον ν’ αντέξει δοκιμασίες ισχύος.
Ο εθνικιστικός Θεός έχει επιτεθεί στο χριστιανισμό σ’ ένα ευρύ μέτωπο. Στη Ρωσία, αποκαλείται τεχνολογία κι επιστήμη, στην Ιταλία Ηγέτης (Duce), και στην Γερμανία, «Γερμανική Πίστη», «Γερμανικός Χριστιανισμός» ή Κράτος. Οι «Γερμανοί Χριστιανοί»[35] είναι μι’ αντίφαση σε πολλά επίπεδα και καλύτερα θα έκαναν να ενωθούν με το «Κίνημα Γερμανικής Πίστης»[36] του Χάουερ. Αυτοί είναι κόσμιοι και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, οι οποίοι αναγνωρίζουν έντιμα την αρπαξιμότητά τους και προσπαθούν να δεχτούν αυτό το νέο κι αναμφισβήτητο γεγονός. Περιέρχονται σ’ ένα πρόβλημα τεράστιου μεγέθους ώστε να το κάνουν να φανεί λιγότερο ανησυχητικό, καλύπτοντάς το με μια κατευναστική ιστορική περιβολή και προσφέροντάς μας παρηγορητικές αναλαμπές των μεγάλων προσωπικοτήτων όπως ο Διδάσκαλος Έκαρτ[37], που ήταν επίσης, Γερμανός κι επίσης κατειλημμένος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παρακάμπτεται το άβολο ερώτημα «ποιος είναι ο Άρπαγας». Ήταν πάντα «Θεός». Αλλά όσο περισσότερο ο Χάουερ περιορίζει την παγκόσμια σφαίρα του ινδοευρωπαϊκού πολιτισμού στον «Βόρειο» γενικά και στην Έντα[38] ειδικότερα κι όσο περισσότερο «Γερμανική» γίνεται αυτή η πίστη ως μια εκδήλωση της «αρπαξιμότητας», είναι οδυνηρότερα εμφανές ότι ο «γερμανικός» Θεός είναι ο Θεός των Γερμανών.
Δεν μπορεί να διαβάσει κανείς το βιβλίο του Χάουερ χωρίς συγκίνηση, εάν το θεωρήσει ως τραγική και πραγματικά ηρωική προσπάθεια ενός ευσυνείδητου μελετητή, που δίχως να ξέρει πώς του συνέβη, κλήθηκε βίαια από την σιγαλή φωνή του Άρπαγα και τώρα προσπαθεί μ’ όλη του την δύναμη και μ’ όλη του την γνώση και την ικανότητα, να χτίσει μια γέφυρα μεταξύ των σκοτεινών δυνάμεων της ζωής και του λάμποντας κόσμου των ιστορικών ιδεών. Αλλά τι σημαίνουν για τον άνθρωπο του σήμερα όλες οι ομορφιές του παρελθόντος από ολότελα διαφορετικά επίπεδα πολιτισμού, όταν έρχεται αντιμέτωπος μ’ έναν ζωντανό και απροσμέτρητο φυλετικό Θεό, που ανάλογό του δεν γνώρισε ποτέ πριν; Απορροφήθηκαν όπως τα ξερά φύλλα στον βρυχώμενο ανεμοστρόβιλο, κι οι ρυθμικές παρηχήσεις της Έντα αναμείχθηκαν περίπλοκα με τα χριστιανικά μυστικά κείμενα, την γερμανική ποίηση και την σοφία των Ουπανισάδ[39].
Ο ίδιος ο Χάουερ είναι κατειλημμένος από τα βάθη της έννοιας στις αρχέγονες λέξεις που βρίσκονται στη ρίζα των γερμανικών γλωσσών, σε μιαν έκταση που βεβαίως δεν γνώριζε ποτέ πριν. Ο Χάουερ ο Ινδολόγος δεν πρόκειται να κατηγορηθεί γι’ αυτό κι ακόμη περισσότερο δεν πρόκειται να κατηγορηθεί η Έντα. Είναι μάλλον το ελάττωμα του «καιρού» (kairos) - της παρούσας στιγμής στον χρόνο – τ’ όνομα του οποίου αποδεικνύεται στην εγγύτερη έρευνα πως είναι Βόταν. Επομένως, θα συμβούλευα το «Κίνημα Γερμανικής Πίστης» να παραμερίσει τους ενδοιασμούς τους. Οι ευφυείς άνθρωποι δεν θα τους μπερδέψουν με τους άξεστους λάτρεις του Βόταν, η πίστη των οποίων είναι μια απλή προσποίηση. Στο «Κίνημα Γερμανικής Πίστης» υπάρχουν άνθρωποι που είναι αρκετά ευφυείς όχι μόνο γιά να πιστεύουν, αλλά και γιά να γνωρίζουν, ότι ο Θεός των Γερμανών είναι ο Βόταν κι όχι ο χριστιανικός Θεός. Αυτό είναι μια τραγική εμπειρία κι όχι ντροπή. Υπήρξε πάντα φοβερό να περιέρχεσαι στα χέρια ενός ζωντανού Θεού. Ο Γιαχβέ δεν αποτέλεσε εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα κι οι Φιλισταίοι[40], Εδωμίτες[41], Αμορίτες[42] κι οι υπόλοιποι που δεν είχαν εμπειρία του Γιαχβέ, πρέπει ασφαλώς να την βρήκαν υπερβολικά δυσάρεστη. Η σημιτική εμπειρία του Αλλάχ υπήρξε επί μακρόν μια εξαιρετικά επίπονη υπόθεση για όλη την χριστιανοσύνη. Εμείς που στεκόμαστε απ’ έξω, κρίνουμε τους Γερμανούς υπερβολικά πολύ, ωσάν να ήταν αρμόδιοι συντελεστές, όμως θα ήταν ίσως πλησιέστερο στην αλήθεια να τους θεωρήσουμε επίσης ως θύματα.
Αν εφαρμόσουμε με συνέπεια την, κατά γενική ομολογία, ιδιαίτερη άποψή μας, οδηγούμαστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι, ο Βόταν πρέπει έγκαιρα ν’ αποκαλύψει όχι μόνο την ανήσυχη, βίαια, θυελλώδη πλευρά του χαρακτήρα του, αλλά επίσης τις εκστατικές και μαντικές του ιδιότητες, μια πολύ διαφορετική πτυχή της φύσης του. Εάν είναι σωστό αυτό το συμπέρασμα, ο Εθνικοσοσιαλισμός δεν μπορεί να είναι η τελευταία λέξη. Πρέπει στο υπόβαθρο να είναι κρυμμένα πράγματα που δεν μπορούμε να φανταστούμε αυτήν την στιγμή, αλλά μπορούμε ν’ αναμείνουμε να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια των επόμενων λίγων χρόνων ή δεκαετιών. Η επαναφύπνιση του Βόταν πορεύεται στο παρελθόν. Το ρεύμα φράχθηκε κι έχει ξεσπάσει στην παλιά του κοίτη. Αλλά η φραγή δεν θα διαρκέσει για πάντα. Είναι μάλλον μια απόσυρση προς τα πίσω, προκειμένου να γίνει ένα καλύτερο άλμα και το νερό θα υπερβεί το εμπόδιο. Κατόπιν, θα μάθουμε επιτέλους τι λέει ο Βόταν όταν «μουρμουρίζει με το κεφάλι του Μιμίρ»[43].
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Ο ΦΙΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΤΡΙΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου