Αποσπάσματα από τον "Λύκο της Στέπας" του Hermann Hesse
Για να ζήσεις με ένταση, πρέπει να θυσιάσεις το Εγώ σου. Ο αστός όμως δεν εκτιμά τίποτα περισσότερο από το Εγώ του (ένα Εγώ στοιχειωδώς ανεπτυγμένο). Με την θυσία της έντασης λοιπόν πετυχαίνει την συντήρηση και την σιγουριά κι αντί της θεϊκής κυριαρχίας κερδίζει την ήσυχη συνείδηση αντί της ηδονής, την βολή του αντί της ελευθερίας, την άνεση αντί της θανάσιμης πυράς την ευχάριστη θερμοκρασία. Γι’ αυτό ο αστός, εξαιτίας της φύσης του, είναι ένα πλάσμα φοβισμένο κι έντρομο για κάθε αποκάλυψη του εαυτού του. Γι’ αυτό και τοποθέτησε την πλειοψηφία στην θέση της δύναμης, το νόμο στην θέση της βίας και την διαδικασία της ψηφοφορίας στην θέση της ευθύνης. […]
Όταν κάποιες ιδιοφυείς κι ευαίσθητες ψυχές υποψιαστούν την πολυπλοκότητά τους, όταν ξεφύγουν από την φαντασίωση της ενιαίας προσωπικότητας κι αισθανθούν πολυμερείς, σαν μια δέσμη από πολλά Εγώ, τότε αρκεί και μόνο να το ανακοινώσουν κι αμέσως η πλειοψηφία τους φυλακίζει, καλεί σε βοήθεια την επιστήμη, τους ονομάζει σχιζοφρενείς και προφυλάσσει την ανθρωπότητα για να μην ακούσει από τα στόματα αυτών των δυστυχισμένων την φωνή της αλήθειας. Γιατί λοιπόν να χάνουμε τα λόγια μας, γιατί να εκφράζουμε πράγματα που είναι αυτονόητα για κάθε σκεφτόμενο άνθρωπο, πράγματα που δεν λέγονται συνήθως; Αν κάποιος αποφασίσει να διαμελίσει την φανταστική ενότητα του Εγώ του σε δυο μέρη, είναι σχεδόν μεγαλοφυής, κι αποτελεί μια σπάνια και πολύ ενδιαφέρουσα εξαίρεση, αφού στην πραγματικότητα κανένα Εγώ, ούτε το πιο πρωτόγονο, δεν αποτελεί μια ενότητα, αλλά συγκροτεί έναν τρομακτικά πολύπλοκο κόσμο, έναν έναστρο ουρανό, κι ένα χάος από σχήματα, διαβαθμίσεις, καταστάσεις, κληρονομικούς παράγοντες και δυνατότητες. Φαίνεται όμως πως ο άνθρωπος έχει ανάγκη να προσπαθεί να βλέπει αυτό το χάος σαν μια ενότητα και να μιλά για το Εγώ του σαν να πρόκειται για ένα απλό, παγιωμένο και σταθερό φαινόμενο. Φαίνεται πως αυτή η πλάνη είναι σε κάθε άνθρωπο (ακόμα και στον πιο έξυπνο) αναγκαία σαν τις βασικές απαιτήσεις της ζωής, την αναπνοή και το φαγητό.
Η πλάνη αυτή στηρίζεται σε μια απλή μεταφορά. Το ανθρώπινο σώμα αποτελεί μια ολότητα, η ψυχή όμως όχι. Ακόμα και στην λογοτεχνία, και στην πιο εκλεπτυσμένη, τα πρόσωπα παρουσιάζονται πάντα με μια φαινομενική ενότητα και ολότητα. Αυτό που εκτιμούν ιδιαίτερα οι γνώστες, οι ειδικοί, στην μέχρι τώρα λογοτεχνία είναι το δράμα, γιατί προσφέρει (ή μπορεί να προσφέρει) την δυνατότητα παρουσίασης του Εγώ σαν μια πολλαπλότητα (αν βέβαια δεν παραπλανηθούν από την εξωτερική πραγματικότητα που προβάλλει απατηλά το κάθε πρόσωπο του δράματος σαν μια ολότητα, μιας και αυτό έχει αναντίρρητα ένα σώμα, μοναδικό κι ενιαίο). Η αφελής αισθητική εκτίμα πιο πολύ απ’ όλα το λεγόμενο δράμα χαρακτήρων όπου η κάθε φιγούρα εμφανίζεται ευδιάκριτα και ξεχωριστά σαν μια ενότητα. Μόνο που σε μερικούς παρουσιάζεται, θολή στην αρχή και σιγά σιγά όλο και πιο καθαρή, η υποψία πως πιθανόν όλα αυτά να είναι μια φτηνή, επιφανειακή αισθητική, πως κάνουμε λάθος, όταν εφαρμόζουμε στους μεγάλους, δραματικούς συγγραφείς μας τα υπέροχα, όμως όχι αυτόχθονα, μα επιβεβλημένα κριτήρια της αρχαιότητας, η οποία ξεκινώντας πάντοτε από το ορατό σώμα, εφηύρε τελικά την φαντασίωση του Εγώ, του ενιαίου προσώπου
Στην λογοτεχνία της αρχαίας Ινδίας η έννοια αυτή είναι εντελώς άγνωστη• ο ήρωας στα Ινδικά έπη δεν είναι ένα πρόσωπο, αλλά ένα κουβάρι από πρόσωπα, μια σειρά από ενσαρκώσεις. Και στο δικό μας σύγχρονο κόσμο υπάρχουν λογοτεχνικά έργα, που πίσω από το πέπλο του παιχνιδιού των προσώπων και των χαρακτήρων, χωρίς να το συνειδητοποιεί εντελώς, γίνεται μια προσπάθεια να παρουσιαστεί η πολυπλοκότητα της ψυχής. Όποιος θέλει να το γνωρίσει αυτό, θα πρέπει ν’ αποφασίσει να δει τις φιγούρες ενός τέτοιου λογοτεχνικού έργου όχι σαν μεμονωμένες υπάρξεις, αλλά ως μέρη, ως διαφορετικές όψεις μιας μεγάλης ενότητος (της ψυχής ίσως του συγγραφέα). Όποιος, για παράδειγμα, παρατηρήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο τον «Φάουστ», θα δημιουργήσει απ’ τον Φάουστ, τον Μεφιστοφελή, τον Βάγκνερ κι όλους τους άλλους μια ενότητα, ένα υπερπρόσωπο, που μόνο σ’ αυτήν, κι όχι στους επί μέρους χαρακτήρες, υποδεικνύεται κάτι από την πραγματική ύπαρξη της ψυχής. Όταν ο Φάουστ, που βρίσκεται μεταξύ δασκάλων του σχολείου, λέει εκείνα τα περίφημα λόγια, που με τόσο δέος τα θαυμάζουν οι Φιλισταίοι, «Αχ! Δύο ψυχές κατοικούν στο στήθος μου!» τότε ξεχνά τον Μεφιστοφελή κι ένα πλήθος άλλων ψυχών που επίσης κατοικούν στο στήθος του. Κι ο δικός μας Λύκος της Στέπας πιστεύει βέβαια πως κρύβει στο στήθος του δύο ψυχές (του ανθρώπου και του λύκου) και βρίσκει πως το στήθος του είναι φρικτά στενό και για τις δυο τους. Το στήθος, το σώμα, πραγματικά είναι πάντα ένα, μα οι ψυχές που το κατοικούν δεν είναι μόνο δυο ή πέντε, αλλά αμέτρητες. Ο άνθρωπος είναι ένα κρεμμύδι που αποτελείται από εκατοντάδες φλοιούς, ένα υφαντό φτιαγμένο από χιλιάδες νήματα. Αυτό το είχαν ανακαλύψει και το γνώριζαν πολύ καλά οι παλιοί ασιάτες κι υπάρχει στην βουδιστική γιόγκα μια ακριβής τεχνική που αφαιρεί το προσωπείο της φαντασιώσεως της προσωπικότητος. Το παιχνίδι της ανθρωπότητος είναι διασκεδαστικό και πολύπλοκο κι αυτή η φαντασίωση, που η Ινδία προσπάθησε τόσο πολύ, επί χιλιάδες χρόνια, να την ξεμασκαρέψει, είναι η ίδια φαντασίωση, που η Δύση πασχίζει εξίσου πολύ να την στηρίξει και να την ενισχύσει. […]
Ο άνθρωπος βέβαια δεν είναι μια ύπαρξη σταθερή κι αμετάβλητη (αυτό ήταν το ιδανικό της αρχαιότητας, παρά τις αντίθετες υποψίες των σοφών) είναι πολύ περισσότερο μια προσπάθεια, μια μετάβαση, μια στενή κι επικίνδυνη γέφυρα που συνδέει το πνεύμα με την φύση. Ο πιο βαθύς προορισμός του τον οδηγεί στο πνεύμα, στον Θεό, ο πιο μύχιος πόθος του τον οδηγεί πίσω στη μητέρα φύση και μεταξύ των δύο αυτών δυνάμεων ταλαντεύεται και πάλλεται γεμάτη άγχος η ζωή του. Αυτό που καταλαβαίνουν πάντα οι άνθρωποι απ’ την έννοια της ανθρώπινης υπάρξεως, είναι μόνο μια εφήμερη, αστική συμβατικότητα, που απορρίπτει κι απαγορεύει τα ένστικτα κι απαιτεί συναισθηματισμό, χρηστότητα, εξανθρωπισμό και πνευματικότητα. Ο «άνθρωπος» αυτής της σύμβασης, όπως και κάθε αστικό ιδεώδες, είναι ένας συμβιβασμός, μια δειλή, κουτοπόνηρη προσπάθεια να εξαπατηθούν οι ισχυρές δυνάμεις της κακής, αρχέγονης μητέρας φύσης και του ενοχλητικού αρχέγονου πατέρα πνεύματος και να εγκαθιδρυθεί ανάμεσά τους μια χλιαρή μετριότητα. Γι’ αυτό, ενώ ο αστός επιτρέπει κι ανέχεται αυτό που ονομάζει «προσωπικότητα», παρ’ όλα αυτά όμως την παραδίνει στον Μολώχ. στο «κράτος», και στρέφει συνεχώς τον ένα κατά του άλλου. Γι’ αυτό σήμερα ο αστός καίει σαν αιρετικό και κρεμά σαν εγκληματία αυτόν στον οποίο αύριο θα στήσει μνημείο.
Ο Λύκος της Στέπας υποψιάζεται πως η ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι κάτι το παγιωμένο, αλλά μια απαίτηση του πνεύματος, ένα μακρινό, ποθητό μα και φοβερό ενδεχόμενο και πως ο δρόμος για τον «άνθρωπο» έχει διανυθεί (ένα κομμάτι του μόνο), ακριβώς από εκείνους τους ελάχιστους, που σήμερα τους στήνουν ικριώματα κι αύριο μνημεία για να τους τιμήσουν. Αυτό όμως που, σ’ αντίθεση με τον «λύκο», αποτελεί «άνθρωπο», δεν είναι παρά ο μετριοπαθής άνθρωπος του αστικού συμβιβασμού. Ο Χάρρυ βέβαια μπορεί να υποψιάζεται το δρόμο για τον αληθινό άνθρωπο, το δρόμο για την αθανασία, κι ίσως να έχει διανύσει διστακτικά ένα κομμάτι του, πληρώνοντάς το με ισχυρούς πόνους κι οδυνηρή απομόνωση, όμως φοβάται από τα τρίσβαθα της ψυχής του ν’ αποδεχτεί και να επιζητήσει εκείνη την υψηλή, την γνήσια απαίτηση του πνεύματος, τον εξανθρωπισμό, το μοναδικό στενό δρόμο προς την αθανασία. Και δεν έχει κι άδικο, γιατί αυτό θα του προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερους πόνους, θα τον οδηγούσε στον αφανισμό, στην τελευταία παραίτηση, μπορεί και στο ικρίωμα, κι αν τον δελεάζει η αθανασία, που θα έβρισκε στο τέλος αυτού του δρόμου, δεν είναι πρόθυμος να υποφέρει όλους αυτούς τους πόνους, να πεθάνει όλους αυτούς τους θανάτους για να την κατακτήσει. Παρόλο που έχει συνειδητοποιήσει, περισσότερο από έναν αστό, το σκοπό αυτού του εξανθρωπισμού, κλείνει τα μάτια και δεν θέλει να ξέρει πως η απελπισμένη προσκόλληση στο Εγώ, η απελπισμένη επιθυμία του να μην πεθάνει, είναι ο πιο σίγουρος δρόμος για τον αιώνιο θάνατο, ενώ η επιλογή του θανάτου, το ξεγύμνωμα από το περίβλημα της εμπειρίας κι η αιώνια προσφορά του Εγώ, οδηγούν στην αθανασία. […]
Η αρχή των πραγμάτων δεν είναι ούτε η αθωότητα, ούτε η απλότητα κι όλα τα δημιουργήματα, ακόμα και τα φαινομενικά απλούστερα, είναι ήδη ένοχα, είναι ήδη πολύπλοκα, είναι πεταγμένα στο βρώμικο ρεύμα του γίγνεσθαι και δεν μπορούν ποτέ, μα ποτέ πια να κολυμπήσουν ενάντια στο ρεύμα αυτό. Ο δρόμος για την αθωότητα, για το αδημιούργητο, για το Θεό, δεν οδηγεί προς τα πίσω, αλλά προς τα μπροστά, όχι προς το λύκο (την φύση) ή προς το παιδί, αλλά πιο κοντά προς την αμαρτία, πιο βαθιά προς τον εξανθρωπισμό. Ακόμα κι η αυτοκτονία, φτωχέ μου Λύκε της Στέπας, δεν θα σ’ ωφελούσε. Θα πρέπει ν’ ακολουθήσεις το μακρύτερο, τον κουραστικότερο και τον δυσκολότερο δρόμο, τον δρόμο του εξανθρωπισμού, θα πρέπει να πολλαπλασιάσεις την διπλή του φύση, θα πρέπει να κάνεις ακόμα πιο πολύπλοκη την πολυπλοκότητά σου. Θα πρέπει, αντί να στενέψεις τον κόσμο σου και ν’ απλουστέψεις την ψυχή σου, να τον διευρύνεις και θα πρέπει τελικά να δεχτείς στην πονεμένη, διευρυμένη σου ψυχή ολόκληρο τον κόσμο για να φτάσεις ίσως κάποτε στο τέλος, στην ηρεμία. Αυτόν τον δρόμο ακολούθησε κι ο Βούδας και κάθε μεγάλος άνθρωπος, άλλος συνειδητά κι άλλος ασυνείδητα, όσο επέτρεπε τον καθένα η τόλμη του. Κάθε γέννηση σημαίνει κι έναν χωρισμό απ’ το σύμπαν, μια οριοθέτηση, έναν αποχωρισμό απ’ τον Θεό και μια οδυνηρή αναγέννηση. Η επιστροφή στο σύμπαν, η κατάργηση της οδυνηρής εξατομικεύσεως, η θεοποίηση επιτυγχάνεται μόνο όταν διευρύνεις τόσο την ψυχή σου, που να μπορέσεις ν’ αγκαλιάσεις ξανά το σύμπαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου