«Ταξιδιώτη, όταν περάσεις από κοντά μου, μη μου απευθύνεις, σε ικετεύω, την παραμικρή λέξη παρηγοριάς: θα λύγιζες το κουράγιο μου. Άσε με να πυρώνω το πείσμα μου στη φλόγα του μάρτυρα εθελοντή. Πήγαινε... μη τυχόν και σου εμπνεύσω τον οίκτο. Το μίσος είναι πιο αλλόκοτο απ’ ότι νομίζεις – το φέρσιμό του είναι ανεξήγητο, σαν τη σπασμένη εικόνα ενός ραβδιού χωμένου στο νερό. Όπως ακριβώς με βλέπεις, μπορώ ακόμα να κάνω επιδρομές μέχρι τα τείχη τ’ ουρανού, επικεφαλής μιας λεγεώνας δολοφόνων, και να γυρίσω πίσω στη θέση αυτή, για να συλλογιστώ, και πάλι, τα υπέροχα σχέδια της εκδίκησης.»
Παλαιότερα έτρεφα μέσα μου μια κρυφή αυταπάτη που με βοηθούσε να ασπάζομαι την ήπια ανωτερότητα ενός μυημένου Στωικού. Πίστευα πως κάτω από την κοινότυπη επιφάνεια, κατά βάθος ήμουνα μάρτυρας εθελοντής, ιππότης μοναχός, φανατικός εκδικητής. Και διαισθανόμουν πως αν το αποφάσιζα θα μπορούσα την ώρα της ανάγκης να σπάσω τα δεσμά του φυλακισμένου θηρίου.
Μονολογούσα κι αστειευόμουν πως πριν με πνίξει ο βάλτος της ευμάρειας θα είχα πάντα μια τελευταία επιλογή: τη Λεγεώνα των Ξένων. Legio Patria Nostra, το πολυεθνικό πρωτότυπο του ευρωπαϊκού στρατού, το τελικό καταφύγιο κάθε πολεμόχαρου τυχοδιώκτη. Αποφασιστική σωτηρία και λόγια του αέρα ενός καλομαθημένου νεαρού που συνήθιζε να κομπάζει εκ του ασφαλούς.
«Είναι ίσως και τα γηρατειά που ’ρχονται, προδοτικά, και σ’ απειλούν με τα χειρότερα. Δεν έχεις πια πολλή μουσική εντός σου για να κάνεις τη ζωή να χορέψει, αυτό είναι. Όλη η νιότη πήγε κιόλας να πεθάνει στην άκρη του κόσμου μες στη σιωπή της αλήθειας. Και πού να πας έξω, σας ρωτάω, όταν δεν έχεις πια εντός σου την αναγκαία δόση παραφροσύνης; Ένα χαροπάλεμα είναι η αλήθεια, που τελειωμό δεν έχει. Η αλήθεια τούτου του κόσμου είναι ο θάνατος. Πρέπει να διαλέξεις, ή το τέρμα ή το ψέμα. Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να σκοτωθώ.»
Έγινα πιά μεσήλικας, τίποτα δεν αλλάζει, οι αντιφάσεις έχουν εμπεδωθεί. Ακόμη κάθε βράδι διαβάζω Μπάυρον και Γκαίτε και κάθε πρωί φοράω τη γραβάτα μου και συναλλάσσομαι κανονικά με τους άθλιους ανθρωπάκους της εμπορευματικής κοινωνίας που με περικυκλώνει και με συντηρεί.
Ανακόλουθος και διχασμένος πείθω με ψέματα τον εαυτό μου πως κάποτε θα ξημερώσει εκείνη η μέρα, που η Φρουρά του Διαβόλου θα φτάσει στα τείχη του ουρανού. Και συνεχίζω να μεγαλώνω μέσα στη σιωπή περιμένοντας έστω στο φως του τέλους, να διακρίνω του χαμένου ορίζοντα τη γραμμή...
Το πρώτο απόσπασμα: Από τα ΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΑΛΝΤΟΡΟΡ (1869) του Λωτρεαμόν (1846-1870).
Το δεύτερο απόσπασμα: Από το ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (1932) του Σελίν (1894 -1961).
Η εικόνα: Η πιo διάσημη φωτογραφία της Λεγεώνας των Ξένων (Bois-l’Eveque, 27 Σεπτεμβρίου 1917). Πέντε λεγεωνάριοι με το ανώτατο στρατιωτικό παράσημο ανδρείας: Lieutenant-Colonel Paul-Frédéric ROLLET (Γάλλος, ο Σημαιοφόρος, επονομαζόμενος και Πατέρας της Λεγεώνας), Adjudant-Chef Max-Emmanuel MADER (Γερμανός), Caporaux Andres AROCAS (Ισπανός), Caporaux Fortunato LEVA (Ιταλός), Caporaux Jaїme DIETA (Ισπανός).
Φιλολογική άσκηση: Η σύνταξη ενός ενιαίου κειμένου με την επιλεκτική ενσωμάτωση των σκέψεων του Λωτρεαμόν και του Σελίν στην προσωπική μου εξομολόγηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου