Ὁ Ποιητὴς -τοῦ ὁποίου οἱ στίχοι ἐρεθίζουν ἐμένα τὰς περισσοτέρας φορὰς- κατὰ τῶν ἰδεῶν τοῦ ὁποίου δὶς ἐξεφράσθην μὲ τὸν ἀνατρεπτικὸν τρόπον κατὰ τῆς καθιερωμένης εἰς τὴν Ἰδεολογίαν Ἑπτανησιακῆς γυναικοσύνης καὶ δουλοσύνης, τῆς ὑπὸ τὸ πρόσχημα τοῦ πολιτισμοῦ καθαρᾶς αὐτῆς -ἀναγούλας, εἰς τυχαίαν συνάντησιν μοῦ ἔσφιξε τὸ χέρι καὶ μὲ τὸ ἀγωνιστικὸν ἐκεῖνο πῦρ τὸ ὁποῖον διακρίνομεν εἰς κάθε του στίχον μοῦ εἶπε: Ἐγὼ θέλω τὸν ἀγῶνα. Ἐμένα μὲ τέρπει ἡ εἰλικρινὴς ἔκφρασις τῆς Ἰδέας. Ἐμένα μὲ ἐνθουσιάζει ἠ ἐνθουσιώδης σφοδρότης, ὅταν δὲν προέρχεται ἀπὸ πάθος προσωπικόν.
Ἀναφέρω αὐτὸ ἐδῶ, μὲ τὴν συγκίνησιν τὴν ὁποίαν μοῦ προξενεῖ τὸ αὐθόρμητον αἴσθημα τῆς ἀληθοῦς εὐγενείας, διὰ νὰ ἀντλήσω καὶ ὑποδείξω εἰς νέους καὶ γέρους, ἕνα δίδαγμα εὐγενὲς τὸ ὁποῖον δὲν εἶδον ἀντλούμενον καὶ ἐφαρμοζόμενον ἀπὸ τοὺς διαβαζομένους ξένους ἱπποτισμοὺς καὶ ἀπὸ τοὺς διαβαζομένους ξένους Ἰδεολογικοὺς ἀγῶνας, τὸ ὁποῖον δίδει εἰς ὅλους μας ὁ Ποιητής.
Δυνάμεθα νὰ εἴμεθα πολεμιότατοι οἱ μὲν τῶν δέ. Δυνάμεθα νὰ ὁρμῶμεν λυσσωδῶς οἱ μὲν κατὰ τῶν Ἰδεῶν τῶν δέ. Αὐτὸ ζητῖ ἡ ὑπηρεσία τῆς Ἰδέας. Αὐτὸ εἶνε ἀγών. Αὐτὸ εἶνε ἰδέα. Αὐτὸ εἶνε εἰλικρίνεια. Καὶ αὐτὸ εἶνε ἀνδρικότης. Ἀλλὰ μετὰ τοὺς ἀγῶνας, δυνάμεθα νὰ σφίγγωμεν ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου, ὄχι μόνον διὰ τὴν στοιχειώδη εὐγένειαν τῶν ἀγωνιστῶν, ἀλλὰ κυρίως διὰ νὰ πιστοποιοῦμεν οἱ μὲν πρὸς τοὺς δέ, ὅτι οὐδεὶς προσωπικὸς λόγος μᾶς ὑποκινεῖ, οὐδὲν προσωπικὸν πάθος ὑπεισέρχεται. Ἐξαιροῦνται βεβαίως οἱ ἀγῶνες, οἱ λόγῳ ἀπολύτου διαφορᾶς, οἱ λόγῳ τῆς διαρκείας, καταλήγοντες εἰς μίαν προσωπικὴν ἀντιπάθειαν. Καὶ εἰς τόπον ὅπου εἴμεθα τόσον ὁλίγοι, τόσον γνωστοί, τόσον φίλοι καὶ συναντώμεθα κάθε στιγμὴν εἰς κάθε στρίψιμον δρόμου, καὶ ἔχομεν τόσον πολὺ δυνατὸν τὸ αἴσθημα τῆς συμπαθείας καὶ της συναισθήσεως τῆς εὐαισθησίας τοῦ ἄλλου, ἡ εἰσαγωγὴ καὶ κραταίωσις ἠθῶν εὐγενεστέρων, ἁπαλοτέρων, καὶ ὁ χωρισμὸς τῶν Ἰδεολογικῶν ἀγώνων, πρέπει νὰ κατωρθωθῇ διὰ νὰ κατωρθωθῇ ἡ ὕπαρξις τοῦ ἐλευθέρου καὶ ὑψηλοῦ ἀγῶνος.
Ὁ χωρισμὸς αὐτὸς καὶ ἡ εὐγένεια αὐτὴ εἰσαγομένη ἀντὶ νὰ ἀδυνατήσῃ θὰ ἐντείνῃ, ἀντὶ γνώρησιν ἀννὰ δεσμεύσῃ θὰ ἐλευθερώσῃ, θὰ καταστήσῃ δυνατὸν νὰ ὑπάρξῃ, δυνατότατος καὶ ὡραιότατος ὁ Ἰδεολογικὸς Ἀγών. Διότι ἡ συνάντησις καὶ ἡ χειραψία καὶ ἡ συνομιλία δὲν σημαίνει κατέβασμα καὶ ὑποχώρησιν, ἀλλὰ ἀναγνώρησιν ἀνυπαρξίας λόγων προσωπικῶν. Καὶ γενομένη παρὰ τῶν ὑψηλοτέρων πρὸς τοὺς χαμηλοτέρους, εἶνε πράγματι ὡραῖον καὶ ἀναβιβάζει ἔτι μᾶλλον ἐκείνους οἱ ὁποῖοι συγκαταβαίνουν. Καὶ κυριότατον πάντων διὰ τοὺς ἔχοντας λόγους προσωπικοὺς καὶ ἀγωνιζομένους ἐκθύμως ὑπὲρ τῶν Ἰδεῶν καὶ χάριν αὐτῶν γινομένους πολεμικοτάτους, εἶνε μία εὐκαιρία ἐπεξηγήσεως καὶ στηρίξεως διὰ ζώσης, τῆς ἀγάπης, τῆς τιμῆς καὶ τῆς ὑπολήψεως καὶ τοῦ σεβασμοῦ, τοῦ ὀφειλομένου πρὸς τοὺς ἀληθεῖς ἀγωνιστὰς ὑπὲρ τῶν Ἰδεῶν καὶ τοῦ ὡραίου, μία ἀνακούφησις καὶ θερμοτέρα ἔκφρασις ὅλων αὐτῶν προσωπικῶς, διότι ἐπιτρέπεται νὰ μισοῦμεν καὶ νὰ πολεμοῦμεν λυσσωδῶς τὰς ἀντιθέτους ἰδέας, τὰς ὁποίας νομίζομεν σφαλερᾶς καὶ κυρίως ἐπιβλαβεῖς εἰς τὴν κοινὴν ζωὴν -καὶ δι᾿ αὐτὸ τὰς πολεμοῦμεν- ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπεται, ὅταν ἀναγνωρίζομεν εἰλικρινεῖς πεποιθήσεις, νὰ μισοῦμεν τοὺς ἔχοντας αὐτάς, διότι τότε ἐκτὸς τῆς ἐπιδείξεως ἐμφύτου ἀγενείας καὶ κακοηθείας, ἐπιδεικνύομεν ὅτι δὲν ἔχομεν οὐδενὸς εἴδους καταλληλότητα, διὰ τὴν εἴσοδον εἰς τὸν Ἰδεολογικὸν κόσμον.
Καὶ ἔγραψα αὐτά, διότι ὑποθέτω ὅτι κανεὶς δὲν εἶνε ἐνθουσιασμένος ἀπὸ τὸ καθιερωμένον καθεστώς, ὑπὸ τὴν ξένην προσωπίδα ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ εἶνε ἠλιθίως μεταμορφωμένη, τῆς δῆθεν καλῆς ἀνατροφῆς, τῆς δῆθεν εὐγενείας!!! διὰ τῆς ὁποίας ἐκατορθώθη ὥστε πᾶσα ἔκφρασις εἰλικρινοῦς γνώμης νὰ μεταβάλλῃ τὸν πρὸς ὃν ἀπευθύνεται εἰς ἀσπονδότατον ἐχθρὸν καὶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον οἱ γράφοντες νὰ θυμιατίζουν μὲν καὶ νὰ πασαλίβουν τὰς ἐκφράσεις των, μὲ μίαν προστυχοτάτην προσπάθειαν νὰ καταστήσουν αἰσθητὴν εἰς τὸν ἀναγνώστην ὅτι κάθε ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ γράφουν φρονοῦν, νὰ ἐπιφυλάσσωνται δὲ διὰ τοῦ προφορικοῦ λόγου, νὰ ἐξεμοῦν ὅλην των τὴν συγκρατημένην περιφρόνησιν, ἥτις ὅμως, οὕτω ἐκφραζομένη καὶ ἐνεργουμένη, μεταβάλλεται ὑπὸ τῶν ἀκροωμένων εἰς περιφρόνησιν δικαίαν, μόνον αὐτῶν, τῶν οὕτω σκεπτομένων καὶ οὕτω ἐνεργούντων.
Ἐγώ, ὁ ὁποῖος θέλω νὰ καῶ, εἰς ἕνα ἀγῶνα σχισίματος καὶ κοψίματος, μὲ τὰ δόντια, ὅλων τῶν σχοινιῶν καὶ ὅλων τῶν ἀλυσσίδων, ποὺ κρατοῦν σκλαβωμένην τὴν κοινὴν ζωὴν καὶ τὴν ἐλευθέρα καὶ θεοχαρῆ ἔκφρασιν, ὅλων τῶν ζωϊκῶν ἐνεργειῶν, τοῦ καθενὸς ἀνθρώπου, καὶ θέλω νὰ εἰσαγάγω τὴν ἀλήθειαν, τὴν εἰλικρίνειαν, τὴν ἀνδρικότητα καὶ τὴν Πραγματικότητα, εἰς ὅλα καὶ πρωτίστως καὶ κυρίως θέλω νὰ εἴμεθα Ἄνδρες καὶ Ἰδεολόγοι Πραγματικοί, χαιρετῶ τὸν Ποιητήν, ὁ ὁποῖος ἔτυχε νὰ εἶνε ὁδηγὸς τῆς φιλολογικῆς νεολαίας καὶ ὁ δυνατώτερος καὶ τελειότερος σημαιοφόρος τῆς Στραβῆς Ἑλληνικῆς Ἰδέας καὶ ὑποστηρίζει τὸν Ἰδεολογικὸν κόσμον, τὸν ὁποῖον θέλω νὰ ξεριζώσω ἐντελῶς καὶ ἀνασκάψω τὸ χῶμα, ἐκφράζω πρὸς τὸν κατὰ τύχην, ὡς ἐκ τούτου, πολεμιότατον τὸ συγκινητικὸν αἴσθημα εἰλικρινοῦς τιμῆς, ὑπολήψεως καὶ σεβασμοῦ καὶ ἀγάπης καὶ ἀκόμη τὴν αἴτησιν συγγνώμης, διότι οἱ νεώτεροι εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ πικραίνωμεν τοὺς προηγουμένους οἵτινες ὁμοίως ἐπόθησαν καὶ ἐμόχθησαν διὰ τὴν κοινὴν ζωήν.
Περικλῆς Γιαννόπουλος, «Χαιρετισμός», «Ὁ Νουμᾶς», ἀρ. 19, 6-3-1903.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου